Μα τι άλλο από την συμμετοχή μου στο "3" δρώμενο χαϊκού
που έκανε πριν από καιρό η Μαρία με το κείμενο της και που την πρωτιά άξια την πήρε η φίλη Ελευθερία -Ερη..
Προηγήθηκαν άλλες πιο βιαστικές αναρτήσεις και έμεινε λίγο πίσω στην παρουσίασή του..
Όμως δεν λένε κάλιο αργά παρά ποτέ;
Εεεε να που ήρθε η ώρα του ...
Η φωτογραφία που έπρεπε να εμπνευστούμε ήταν αυτή...
Η δική μου μικρή προσπάθεια..
Πόρτα έκλεισε
φυλακή του ουρανού
απειλητική.
Γκρίζο του δρόμου
σκουριασμένες σπείρες
τις ζωές κλείνουν.
Συμπληρώνοντας μετά...
Ανυψώνοντας
σιδερένια τα κλαδιά
αγκυλώθηκα.
Συννεφιασμένες
της βροχής οι σταγόνες
δάκρυα ψυχής.
Όνειρα μαύρα
λαβωμένες φτερούγες
περιστρέφονται.
Φυλακισμένα
σιδερόφραχτα μάτια
ελπίδες ψάχνουν.
Ηλιογέννητη
ξυπνά η ηλιαχτίδα
δειλά προβάλει.
Το χαϊκού είναι ένα από τα δυσκολότερα είδη Ιαπωνικής ποίησης..γι αυτό και εμείς στην δύση δεν μπορούμε να μπούμε ακριβώς στο νόημα τους..για να γράψουμε ένα τέλειο χαϊκού..
Προσπάθησα να ακολουθήσω τους κανόνες του.
Είναι όμως αρκετά δύσκολο, γι αυτό ζητώ την επιείκειά σας.!!
Σας ευχαριστώ πολύ όλους όσους αφιερώσατε τον χρόνο σας για να το διαβάσετε..
Να είστε όλοι καλά, να έχετε μια όμορφη εβδομάδα παρεάκι μου.. φορέστε το πιο όμορφο χαμόγελο σας ακόμα και στα δύσκολα..
Αγάπη θαλασσινή.!! Χωμένο στην αγκαλιά ενός πανέμορφου όρμου, νότια της Κρήτης,ήταν το χωριό του καπετάν Δημητρού. Σκέτος παράδεισος..!!! Τα κάτασπρα σπίτια του κτισμένα το ένα κοντά στο άλλο σαν περιστέρια έμοιαζαν, μέσα στο λιγοστό πράσινο που φύτρωνε στο κατά τα άλλα βραχώδες τοπίο. Οι κάτοικοί του λίγοι μα πολύ φιλόξενοι. Αν τύχαινε να ξεστρατίσει κανένας μέχρι εκεί,μαγευόταν από τον τόπο αυτόν.
Αξημέρωτα άνοιγε τον καφενέ ο κυρ Αργύρης στο μικρο παραθαλάσσιο χωριουδάκι που ακόμα δεν το είχε ανακαλύψει ο τουρισμός. Εβγαζε τα μπλε τραπεζάκια και τις άσπρες του καρέκλες πλάι στο κύμα ,που ταίριαζαν απόλυτα με τα χρώματα του τοπίου. Η κόκκινη αναρριχώμενη βουκαμβίλια ανεβασμένη στην σκεπαστή καλαμωτή, ήταν η πινελιά που θα έβαζε ένας ζωγράφος στην παλέτα του.
Όπου να ναι θα φανεί η παρέα σκέφτηκε χαμογελώντας και έβαλε το μπρίκι στην φωτιά. Η μυρωδιά του καφέ έσπασε τα ρουθούνια των τριών φίλων που ήδη είχαν καταφθάσει. Εφτασεεεεεε!!! φώναξε ο κυρ Αργύρης με τα καφεδάκια έτοιμα και αχνιστά .. Καλημέρα καπεταναίοι μου τους καλωσόρισε.. Καλημέρα κυρ Αργύρη του είπαν και οι τρεις μαζί βάζοντας το χέρι τους στην άκρη του γείσου των καπέλων τους. Έλα κάθισε κοντά μας. Εκείνη την στιγμή η πρώτη ηλιαχτίδα έκανε την εμφάνιση της και άρχισε να παίζει ανάμεσα στα κόκκινα σαν χάρτινα λουλούδια της Βουκαμβίλιας. Στα πόδια τους η θάλασσα έπαιρνε το χρώμα της ανατολής..ενώ η επιφάνεια της στραφτάλιζε σαν να της είχαν ρίξει ασημόσκονη. Η "Μαρίτσα" "ξαπλωμένη στο ένα της πλευρό επάνω στην άμμο, περίμενε υπομονετικά... -Σαν να μου φαίνεται πως σήμερα ήρθατε λίγο νωρίτερα ή κάνω λάθος; -Πουλιά στον αέρα πιάνεις όμως κυρ Αργύρη του απάντησε ο Δημητρός γελώντας..έχεις δίκιο. Εεεε.. τόσα χρόνια σ αυτή τη δουλειά, έχω μάθει να ψυχολογώ ανθρώπους. Και εσάς σας νιώθω σαν δικούς μου ανθρώπους. -Λοιπόν θα μου πείτε ή θα σκάσω από την περιέργεια; -Εεε να ανέλαβε να του εξηγήσει ο Νικόλας ο δεύτερος της παρέας..πρόκειται για την Μαρίτσα.. -Τι; έπαθε τίποτα η Μαρίτσα; εγώ μια χαρά την βλέπω ξαπλωμένη στην αμμουδιά. -Όχι δεν εννοούμε αυτή την "Μαρίτσα," απάντησε γελώντας ο Λευτέρης το τρίτο μέλος της παρέας.Την κυρά του καπετάν Δημητρού λέμε. Έχουν σήμερα επέτειο και... πες βρε Δημητρό εγώ θα τα λέω; -Na σήμερα έχουμε επέτειο κυρ Αργύρη με την Μαρίτσα μου..και λέμε με την παρέα να μην την βάλουμε σήμερα να τηγανίσει την ψαριά μας όπως το κάνει κάθε μέρα αλλά, να απολαύσει και εκείνη ένα έτοιμο μεζέ με ότι πιάσουμε. -Και που είναι το πρόβλημα παιδιά; έτσι τους αποκαλούσε όταν ήθελε να απευθύνει τον λόγο και στους τρεις. -Να .. λέω την πάω στο καλύτερο μέρος του κόσμου και να της κάνω το τραπέζι.. Και βέβαια να την πας καπετάνιο το αξίζει και με το παραπάνω η κυρα Μαρίτσα. Και που θα την πας; Όταν λέμε στο καλύτερο μέρος του κόσμου,εννοούμε εδώ κυρ Αργύρη!!! -Ααααα μετά χαράς.. θα βάλω τα δυνατά μου Καπετάνιο. -Φέρτε μου εσείς την ψαριά και ξά μου ( άστο επάνω μου,δικό μου θέμα) Χαρούμενοι οι τρεις φίλοι χαιρέτησαν τον κυρ Αργύρη και τράβηξαν για την "Μαρίτσα" Αχ..και να ξερα τι μυστικά σου μουρμουρίζει όλη τη νύχτα σε κάθε της κύμα η πλανεύτρα είπε ο καπετάν Δημητρός σπρώχνοντας την Ψαρόβαρκα μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας.. Με ένα σάλτο ανέβηκαν οι τρεις φίλοι επάνω και ξανοίχτηκαν στο Λιβυκό πέλαγος.. Πέντε χρόνια τώρα που ξεμπαρκάρε ο καπετάν Δημητρός και ήρθε με την γυναίκα του, (παιδιά δεν τους έδωσε ο Θεός) να μείνει στο τόπο του δεν το μετάνιωσε καθόλου. Πρώτος Καπετάνιος στα εμπορικά..είχε γυρίσει όλο τον κόσμο..Ήταν το όνειρο του μόλις άφηνε τα καράβια και έπαιρνε την σύνταξη του, να γυρίσει στο νησί του, να ξεκουραστεί. Η θάλασσα ήταν και είναι η μεγάλη του αγάπη, μετά την Μαρίτσα του την αγαπημένη του γυναίκα. Δεν θα μπορούσε να ζήσει μακρυά της και είναι τυχερός, που τον τόπο του είναι εκείνη που τον αγκαλιάζει. Με τον Λευτέρη και τον Νικόλα γνωρίστηκαν όταν πρωτοήρθε στο νησί, και έδεσαν σαν φίλοι μια που είχαν την ίδια τρέλα με το ψάρεμα.. Κάθε μέρα ξανοίγονταν στ ανοιχτά,έβγαζαν τα καλάμια τους και το ψάρεμα τους γίνονταν απόλαυση!! Εκεί συναντούσαν και άλλους ψαράδες. Γίνονταν τότε όλοι μια μεγάλη παρέα, μέχρι να δύσει ο ήλιος και να βάψει με τα κοκκινοπορτοκαλί του χρώματα ουρανό και θάλασσα....μαγεία!!!
Αυτή ήταν η δική μου συμμετοχή μου στην "Φωτό-Συγγραφική Σκυτάλη" που μου παρέδωσε η Η Χριστίνα-Ανδρομέδα με την όμορφη φωτογραφία της Ένα δρώμενο που κάνει η Μαίρη με την γήινη ματιά. Με την σειρά μου παραδίνω την σκυτάλη
με την φωτογραφία αυτή πηγή στην Ελένη μας με τα μονοπάτια της φαντασίας της..και η λέξη μου είναι Καλοκαίρι... Ελπίζω να της αρέσει και να την εμπνεύσει όμορφα..!! Αγαπημένο μου παρεάκι καλή εβδομάδα να έχετε να είστε όλοι καλά να περνάτε όμορφα, κάπου εκεί έξω σας περιμένει ένα χαμόγελο..μην το αφήσετε μόνο του.!!! Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε..
Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύρια τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…
Ποιος δεν θα έχει συγκινηθεί διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα παρεάκι μου ύμνος στην μητέρα που μόνο ο Καζαντζάκης θα μπορούσε να γράψει τόσο απλά αλλά τόσο αληθινά!!!!!!!!!
Θα μπορούσα να σιωπήσω μετά από ότι διαβάσατε από την υπέροχη γραφή του μεγάλου μας Καζαντζάκη και να κλείσω εδώ την ανάρτηση μου
Όμως..θα ήθελα να αφιερώσω σε ένα αστέρι εκεί πάνω..που με προσέχει πάντα, έστω και αν έχει περάσει μια ζωή που είναι εκεί πάνω το αστέρι μου, ..την αγάπη μου σε ένα μικρό απλό στίχο που έχει γραφτεί...για εκείνη πριν από χρόνια.
Πολλές φίλες ίσως να το θυμηθείτε επειδή το έχω αναρτήσει και πιο παλιά.
ΥΠΑΡΧΩ...
Υπάρχω, μονάχα γιατί εσύ με γέννησες
και μου δωσες κορμί απ το κορμί σου.
Τον πρώτο χτύπο της καρδιάς εσύ τον έδωσες,
κι από το στόμα σου πήρα το πρώτο το φιλί σου.
Υπάρχω, γιατί από το τίποτα εσύ με έπλασες
κι από τις φλέβες σου πήρα το πρώτο μου το αίμα.
Να ξεχωρίζω το καλό απ το κακό εσύ με έμαθες
και την αλήθεια απ το ψέμα.
Υπάρχω,γιατί με πίστη με γαλούχησες,
με ιδανικά απλά, μεγάλα.
Το νέκταρ της ζωής εσύ με πότισες,
με το αγνό το μητρικό σου γάλα.
Υπάρχω γιατί στα χέρια τα δικά σου με
νανούρισες,
παιδί απροστάτευτο μικρό ήμουν ακόμα.
Τον ελαφρύ τον ύπνο παρακάλαγες,
να με κοιμίσει απαλά στο παιδικό μου
στρώμα.
Υπάρχω γιατί μες την καρδιά μου εσύ
φύτεψες,
πίστη, αγάπη, καλοσύνη.
Και αυτά μεγάλωσαν και θέριεψαν
και βίωμα μες την ζωή μου έχουν γίνει.
Σ αγαπάω μαμά ..μου λείπεις..!!!!
Να είστε όλοι καλά, να έχετε μια όμορφη εβδομάδα .. και πείτε στην μαμά σας με ένα μεγάλο χαμόγελο πόσο την αγαπάτε..πιστέψτε το θα χαρεί πολύ...
Χρόνια πολλά σε όλες τις μανούλες του κόσμου..!!!! Αφιερωμένο!!!!
Αυτή ήταν η δική μου σατυρική άποψη και συμμετοχή στα περί θανάτου..παρεάκι μου στο # 23ο # ιδιαίτερο αυτό συμπόσιο ποίησης
με το τόσο δύσκολο αυτό θέμα...που κάνει ανά τακτa διαστήματα η σγουρομάλλα πυργοδέσποινα Airis
Το πως θα ήθελα να ήταν το δικό μου φευγιό... το έγραψα..
Το θέμα είτε το..διακωμωδούσες .. ..(επειδή νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να γράψω εγώ για το συναίσθημα της απώλειας αγαπημένων) ...ή σου έβγαζε τα καλύτερα σου, όπως τόσο όμορφα έκανε ο φίλος μας ο Γιάννης που με την δική του συμμετοχή, πήρε την πρωτιά και μας συγκίνησε τόσο με το βιωματικό του στίχο.. την άξιζε και με το παραπάνω!!!
Οι συμμετοχές ήταν όλες μία και μια εξαιρετικές για μια ακόμη φορά.!!!!!
Να είστε καλά όλοι να έχετε μια όμορφη επιτέλους.. Ανοιξιάτικη εβδομάδα.!!
Να χαμογελάτε με... την παραμικρή αφορμή..το χαμόγελο είναι ζωή.!!!
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά και μαζί πολλά σερνόμενα η πετούμενα
ζουζούνια,φίδια , σαύρες κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες.
Θα έλεγες έτοιμα όλα τους να παν στον χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.
(Ο. Ελύτης .Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη,Ικαρος) (πηγή)
Με αυτό το όμορφο ποίημα του Ελύτη θέλησα να καλωσορίσω τον πιο λουλουδιασμένο μήνα και να τον υποδεχτούμε ανάλαφρα όπως του πρέπει..
Ας σιωπήσω λοιπόν και ας μιλήσουν τα λουλούδια μου από μόνα τους με τα χρώματα και τα αρώματα τους..γιατί τα λόγια ωχριούν μπροστά στην ομορφιά τους..!!
Αγαπημένο μου παρεάκι ας απολαύσουμε την ομορφιά αυτή...που μόνο η φύση μπορεί να μας προσφέρει αφιλοκερδώς και ευφραίνει τα μάτια και τις καρδιές μας..!!
Να είστε όλοι καλά να προσέχετε τον εαυτό σας..και τους γύρους σας.. χαρίστε τους και ένα χαμόγελο .. αυτό είναι με κέρδος πιστέψτε το.!!