Κείμενο και φωτογραφίες, του Νίκου Ψιλάκη.
Κατέβαιναν κάθε νύχτα φορώντας τα μεγάλα άσπρα φτερά τους. Και τα φωτοστέφανα. Άλλος ξεπέτριζε, άλλος κρατούσε το σφυρί. Ενας Τούρκος άκουσε τις σφυριές μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο Σελήμης, έτσι τον έλεγαν...
Είναι σαν ταξίδι στο όνειρο, να βρίσκεσαι στα ιερά των Ελλήνων. Να παρακολουθείς τους δρόμους της πίστης και της παραδόσεις, να χάνεσαι μέσα στις λέξεις, να βρίσκεις μικρά μονοπάτια ξεχασμένα μέσα σε θρύλους. Κάποιος Παρθενώνας, κάποια Παντάνασα, κάποια Μεγαλόχαρη, θα γίνεται πάντα φωτεινό σημάδι στους χάρτες της ψυχής. Και πάντα θα ανακαλύπτεις τη μαγεία της κάθε λέξης, το ξεχασμένο νόημα, τη θεία μορφή, τους λατρευτές με τα τάματα που ανηφορίζουν στα βουνά, ή ταξιδεύουν στις θάλασσες.
Από τότε που οι πιστοί της θεάς των τοκετών διέσχιζαν τη Μεσόγειο για να φτάσουν σε κάποιο σπήλαιο της Κρήτης, στο Βορρά ή στο Νότο, από τότε που οι συν-οδοιπόροι του Πλάτωνα ανέβαιναν στο ιερόν όρος του νησιού για να συναντήσουν τον Ύψιστο Θεό, έχουν περάσει αιώνες πολλοί. Άλλαξαν οι εποχές, άλλαξε η θρησκεία. Αμετάβλητη μένει μόνο η ανθρώπινη αγωνία, η αναζήτηση του δρόμου που οδηγεί στη ζωή και αυτή η άυλη οντότητα, το θείον. Είναι σαν ένα ταξίδι στο όνειρο.
Με αυτές τις σκέψεις σταμάτησα στην Αγγελόκτιστη. Δεν ήξερα πως υπήρχε. Αλλά κάνοντας μια βόλτα στα έρημα χειμωνιάτικα δρομάκια των Βασιλικών Ανωγείων, ενός μικρού χωριού στα ριζά των Αστερουσίων, άκουσα έκθαμβος την ονομασία. Φιλόξενοι άνθρωποι όπως σε κάθε γωνιά της κρητικής υπαίθρου.
Αγγελόκτιστη λοιπόν. Ένα από τα πολλά επίθετα που κοσμούν την ορθόδοξη πίστη και μια από τις πολλές ποιητικές λέξεις που οριοθετούν το ανθρώπινο μέτρο και το ξεχωρίζουν από το θεϊκό!
Η παράδοση λέει ότι στα χρόνια της Τουρκιάς, οι Χριστιανοί ήθελαν να κτίσουν μια εκκλησία στο χωριό τους κι άρχισαν να δουλεύουν όλοι μαζί. Αλλος ξεπέτρωνε, άλλος κουβαλούσε πέτρες από το νταμάρι, άλλος δούλευε το με το σφυρί. Οι Τούρκοι δεν ήξεραν τίποτα . Μα όταν είδαν το κτήρι να μεγαλώνει, κατάλαβαν. Τους πρόσταξαν να σταματήσουν αμέσως γιατί τα χαρτιά δεν άφηναν να τους Χριστιανούς να χτίζουν εκκλησίες.
Η δουλειά σταμάτησε, αλλά αφού πέρασαν μερικές μέρες το ξανασκέφτηκαν. Πήραν δώρα ακριβά και πεσκέσια και πήγαν στον Πασά. Πολυχρονεμένε, μια εκκλησιά θέλουμε να φτιάξουμε, γιατί δεν μας αφήνεις; Του αράδιασαν ασκιά το λάδι και τσουβάλια το στάρι. Αυτός γλυκάθηκε και τους έδωσε την άδεια. Τους λέει δεν μπορώ να αλλάξω τον νόμο, όμως μπορώ να σας δώσω μια διορία. Αν τελειώσει η εκκλησία μέσα στην διορία, τότε όλα καλώς καμωμένα. Αν δεν τελειώσει όμως, να κατέχετε πως θα την γκρεμίσω. Κι αν δεν την γκρεμίσω, θα την δώσω στον Χότζα να την κάνει τζαμί.
-Και πόση είναι η διορία που μας δίνεις; τον ρωτήξανε.
-Εφτά μέρες. Μια εβδομάδα ολόκληρη.
-Δεν γίνεται Πασά μου. Κι ο Θεός να κατέβει.
-Ε, να έρθει ο Θεός σας να την τελειώσει.
Με τα πολλά τους έδωσε δύο μέρες ακόμη
-Εννιά μέρες και πολλές είναι.
Ηξεραν πως ήταν πολύ δύσκολο να προλάβουν, αλλά έκαναν τον Σταυρό τους και...ο Θεός βοηθός είπαν!
Την άλλη μέρα το χωριό όλο ήταν στο πόδι. Ακόμη και τα κοπέλια βοηθούσαν Πέρασαν δύο, πέρασαν τρεις μέρες και έβλεπαν πως δεν θα προλάβαιναν να κτίσουν την εκκλησιά τους. Την τέταρτη μέρα το πρωί, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Σε άλλο ύψος είχαν αφήσει το κτήρι, σε άλλο το βρήκαν. Και τι τοίχοι! Καλοχτισμένοι. Αλφαδιά. Ούτε πόντος δεν ξέφευγε. Δεν ήξεραν τι να κάμουν , ούτε τι να πιστέψουν κι άρχισαν να λοξοκοιτάζουν τον Πρωτομάστορα.
-Αν σε δούνε μάστορα, θα μας κάψεις όλους. Εμείς κατέχουμε πως έρχεσαι τη νύχτα, χωστά από όλους και δουλεύεις.
"Κάποια νύχτα, κάποιος Τούρκος... ο Σελήμης!"
Ο Μάστορας που έβλεπε την πιτηδιοσύνη με την οποία ήταν χτισμένοι οι τοίχοι της εκκλησίας δεν μιλούσε. Πίστευε ότι ένας άλλος χτίστης καλύτερος του ερχόταν την νύχτα και έχτιζε. Και έβαζε στο νου του ποιος θα μπορούσε να είναι. Από άλλο χωριό, από σόι...
Το άλλο πρωί τα ίδια πιο ψηλό το κτήρι. Το μυστήριο δεν μπορούσε να λυθεί.
Τρεις μέρες πριν να τελειώσει η διορία, ένας Τούρκος ο Σελήμης, κίνησε να πάει στα Βασιλικά Ανώγεια. Φτάνοντας στα πρώτα σπίτια άκουσε χτύπους. Σαν κάποιος να πελεκούσε, σαν κάποιος έχτιζε εκείνη την ώρα. Παράξενο του φάνηκε. ήταν νύχτα προχωρημένη πια. Και σκοτάδι πυκνό. Πλησίασε. Τρεις άσπρες λαμπάδες άναβαν εκεί που χτιζόταν το ιερό. Ενα παράξενο φως, έκανε όλη την οικοδομή να φωτίζεται, λες και ήταν μέρα μεσημέρι. Και μαστόροι παντού. Κανείς δεν μιλούσε. Προσπάθησε να πάει πιο κοντά, αλλά σαν τον έσπρωχνε μια αόρατη δύναμη προς τα πίσω. Παράξενοι του φάνηκαν ετούτοι οι μαστόροι. Ένα φως φώτιζε ολόγυρα τα κεφάλια τους και στους ώμους έμοιαζε να έχουν φτερά. Έντρομος έφυγε από την εκκλησία και πήγε στον πρώτο καφενέ που βρήκε μπροστα του. Τους τα διηγάται χαρτί και καλαμάρι. άλλοι τον πέρασαν για κουζουλό κι Άλλοι είπαν πως ήταν νεραϊδοπαρμένος. ο Σελήμης όμως επέμεινε.
-Ελάτε μωρέ να πάμε μαζί να δείτε...
Και πήγαν και είδαν χωρίς να μιλούν τα όσα τους είχε πει ο Σελήμης. Εφυγαν σκεφτικοί και σκυφτοί Είχαν καταλάβει τι είχε γίνει.
Την ένατη μέρα η εκκλησία ήταν έτοιμη! Χτισμένη, σοβαντισμένη, με τα σκαλίσματα στα πανωπόρτια και στο αγιοθύριδο. Ήταν ασπρισμένη και ο ασβέστης έλαμπε στον ήλιο. Οι πόρτες το τέμπλο όλα στη θέση τους.
Την άλλη μέρα μαζεύτηκε όλο το χωριό και έκαναν δοξολογία. Την ώρα που έψαλε ο καλόγερος ένα χλιμίντρισμα αλόγου. Βγήκαν στην αυλή να δούνε τι συνέβαινε.
Ήταν ο Σελήμης! Είχε φορτώσει δυο ασκιά με λάδι και ερχόταν στην Χάρη της Παναγίας. Τα ξεφόρτωσε στην αυλήέδεσε το άλογό του σε μια ελιά, πήρε ένα βουργιάλι και μπήκε στην εκκλησία. Οι χριστιανοί έμειναν αμίλητοι, σαν τον είδαν να βγάζει μέσα από βουργιάλι, πέντε μεγάλους άρτους και να τους αφήνει επάνω στο τραπέζι.
Από τότε κάθε χρόνο έκανε το ίδιο, στην γιορτή της Αγγελόκτιστης! Πέρασαν τα χρόνια Σελήμης πέθανε, αλλά το λάδι και οι άρτοι έφταναν καθε χρόνο στην Παναγιά. Είχε αφήσει παραγγελιά στον γιό του και εκείνος στον δικό του, μέχρι που έφυγαν οι απόγονοί του και οι Τούρκοι από το χωριό!
Παλιά λέγανε πως η χανούμισσά του έγινε χριστιανή και πως ο ίδιος πλήρωσε ένα ζωγράφο και έφτιαξε μια εικόνα με αγγέλους να χτίζουν την εκκλησία!
Οι Τούρκοι δεν ήθελαν καμπάνες. Γι αυτό και δεν άφησαν να χτιστεί καμπαναριό. Πολύ αργότερα, όταν λευτερώθηκε η Κρήτη, χτίστηκε αυτό που βλέπουμε σήμερα δυτικά από της εκκλησία σε ξεχωριστό κτήριο!
Είχα μόλις επιστρέψει από την εκκλησία που πήγα να ακούσω τον Ακάθιστο ύμνο μετά από ένα χρόνο σχεδόν. Γύρισα σπίτι με μια γαλήνη μέσα μου και άρχισα να ξεφυλλίζω το περιοδικό που διανέμει δωρεάν το Σούπερ Μάρκετ του κ. Χαλκιαδάκη, να βρω θέμα για να κάνω μια ανάρτηση. με το που το ανοίγω, πέφτει το μάτι μου στο κείμενο, παραδόσεις, για την Αγγελόκτιστη Παναγιά! Ήταν σαν να μου έλεγε. Κονιοποίησέ το! Και αυτό έκανα!
Ήταν τόσο όμορφο το κείμενο αυτό, που είχε γράψει ο αείμνηστος δημοσιογραφος, που με συγκίνησε πάρα πολύ. Ελπίζω να μην κουραστήκατε με τον θρύλο αυτό και την παράδοση του τόπου!
Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα πούμε να είστε όλοι καλά, να έχετε μια όμορφη εβδομάδα και να μην ξεχνάτε πως το χαμόγελο σημαίνει ΑΓΑΠΗ!🧡
Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!