Τση Κρήτης το γλυκό ψωμί στην τάβλα θα προσμένει, να ρθούν οι φίλοι οι καλοί κι ξένοι να κοπιάσουν. Ρακή δροσάτη να γευτούν και ντάκο παξιμάδι. Καλτσιούνια, ξεροτήγανα, αρνί και σταμναγκάθι και δίπλα η λύρα συντροφιά το κέρασμα τση Κρήτης... Σμαραγδάκι...

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΆΣΕΙΣ...

Εφτά μήνες πέρασαν κι όλας από το ατύχημα που είχα.  

Όλο αυτόν το καιρό, που δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα και ακόμα δεν μπορώ, είχα χρόνο άπλετο. Το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν το διάβασμα, που γέμισε τις ώρες μου. Μου έκαναν συντροφιά όπως καταλάβετε τα βιβλία.

Γι αυτά θα σας "μιλήσω" σήμερα.

Ο εγγονός μου ο Άρης, μου έφερε μια αστυνομική σειρά, την οποία λάτρεψα. Δεν είχα ακούσει γι αυτόν τον διάσημο Νορβηγό συγγραφέα. Άρχισα να διαβάζω το πρώτο του βιβλίο και με συνεπήρε η γραφή του η γεμάτη μυστήριο!

Μέχρι  σήμερα έχω διαβάσει τα εξής..." Η Νυχτερίδα, οι κατσαρίδες, Ο κοκκινολαίμης, η Νέμεσης, ο Λυτρωτής, ο χιονάνθρωπος, η λεοπάρδαλη, ο Φαντομάς, η δίψα, η Αστυνομία...


Εδώ μερικά από τα βιβλία του.

Το κάθε βιβλίο είναι σε σχήμα πόκετ και πάνω από 500 σελίδες το καθένα.

Αυτά τα 2 είναι ένα δείγμα, από αυτά που έχω διαβάσει. Ήθελα να "γνωρίσω" αυτόν τον συγγραφέα γι αυτό έψαξα  στο διαδίκτυο για τον διάσημο JO NESBO και βρήκα αυτό που σας παραθέτω  ΕΔΩ.


  O Jo Nesbo και όλα όσα του έμαθε η ζωή

Ο διάσημος Νορβηγός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων μίλησε στο ισπανικό Esquire για το αέναο ταξίδι στο απόλυτο κακό.

Με πάνω από 20 βιβλία στο ενεργητικό του και έναν από τους πιο διάσημους φανταστικούς ντετέκτιβ της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, τον Χάρι Χόλε, ο Jo Nesbo είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων στη χώρα του, την Νορβηγία, αλλά και διεθνώς. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ισπανική έκδοση του περιοδικού Esquire μιλά για το αέναο ταξίδι του στο απόλυτο κακό.

Στη Νορβηγία κανείς δε διαβάζει Σαίξπηρ. Η σχέση μου με τον Μάκβεθ (ο τίτλος ομώνυμου βιβλίου του) υπήρξε επειδή είχα παρακολουθήσει την ταινία του Roman Polanski όταν ήμουν νέος και γνώριζα την ιστορία.

Όταν παρουσίασα την ιδέα για την τηλεοπτική σειρά Occupied, μου είπαν πως ήταν παρατραβηγμένη. Η Ρωσία να εισβάλλει στη Νορβηγία; Τους είπα πως εισέβαλαν και ανέλαβαν την εξουσία χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Νομίζω πως η αίσθηση ότι είμαστε ασφαλείς και πως αυτό δεν αλλάζει με τίποτα είναι ψευδαίσθηση. Κι αυτό είναι όντως τρομακτικό, γιατί τα πάντα μπορεί να αλλάξουν. Η Γιουγκοσλαβία στη δεκαετία του ’90 ήταν μια δημοκρατική χώρα και έξι μήνες αργότερα, όταν ανέλαβε ο Slobodan Miloševic, σπαρασσόταν από εμφύλιο πόλεμο.

Διαθέτω τόσο μεγάλη φαντασία που δε φοβάμαι. Αδυνατώ να δω ταινίες τρόμου, ούτε καν τις χειρότερες. Ωστόσο, μπορώ να διασχίσω με τα πόδια ένα σκοτεινό πάρκο χωρίς να φοβηθώ. Περισσότερο με τρομάζει η ίδια η φαντασία μου.


Το κακό από μόνο του δεν υπάρχει. Έχω την εντύπωση πως έχει την ίδια υπόσταση με την ψυχρότητα. Το πρώτο είδος κακού είναι εύκολο να εξηγηθεί και να κατανοηθεί. Ας πούμε, η ιδιοτέλεια, η οποία σε τελική ανάλυση αφορά την επιβίωση του ισχυρότερου. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος κακού που μοιάζει να στερείται λογικής, όπως αυτό που αντιπροσωπεύουν οι serial killers, οι οποίοι δολοφονούν τα θύματά τους χωρίς προφανή λόγο, χωρίς ένα λόγο που να φαίνεται πως τους προσφέρει κάτι.

Το βρίσκω πιο εύκολο να κατανοήσω έναν serial killer απ’ ό,τι ένα σκακιστή. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ να γράψω ένα βιβλίο για τον Magnus Carlsen (Νορβηγός Grand International Master), όμως έχω γράψει για serial killers. Η προσπάθεια να δεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός πραγματικά κακού είναι φοβερά φιλόδοξη, τουλάχιστον για ένα συγγραφέα. Χρειάζεται να διαθέτεις κάποιου είδους γνώση γύρω από τη φύση του κακού και, εφόσον είμαι ανίκανος να κατανοήσω τι συμβαίνει στο μυαλό ενός serial killer, αυτό με εξιτάρει. Με γοητεύει οτιδήποτε βρίσκω ακατανόητο.

Τζο Νέσμπο Η δίψαΕίμαι κυνηγός ιστοριών, διψάω για ιδέες. Είναι σίγουρο πως γράφω μυθιστορήματα για να έχω μια σαφή οπτική για τα πράγματα στα οποία δεν μπορώ να δώσω απαντήσεις. Υπάρχει κακό; Για αιώνες ολόκληρους συγγραφείς, φιλόσοφοι, πολιτικοί, νομικοί το έχουν θέσει ως ζήτημα... Μπορώ να δείχνω πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς στον αναγνώστη ώστε να σκεφτεί. Ο Harry Hole αντιμετωπίζει το κακό, αλλά το έχουμε μέσα μας αφότου γεννιόμαστε ή είναι προϊόν των όσων βιώνουμε;

Μπορώ να γράφω οποτεδήποτε, οπουδήποτε. Ξεκίνησα να το κάνω για να γεμίζω τα διαστήματα όπου δεν είχα τίποτε άλλο να ασχοληθώ και κατά κάποιον τρόπο συνεχίζω έτσι. Εννοώ πως είναι κάτι που κάνω στη ζωή μου, όπως η αναρρίχηση ή το να παίζω με ένα συγκρότημα. Έχω επίσης μια κόρη. Κι αυτό είναι όλο.

Η ανακάλυψη είναι ένας τρόπος για να βάζουμε τάξη στο χάος. Από τότε που ήμουν παιδί έπλαθα τις δικές μου ιστορίες. Με αυτές μπορείς να δημιουργήσεις μοτίβα, συνδέσεις και έννοιες. Επιπλέον, συνήθως τελειώνουν με happy end. Ένα θρίλερ, για παράδειγμα, ξεκινάει με φόβο και χάος και τελειώνει με τάξη και λύση.

Υπάρχει μια περιφρόνηση από μεριάς μου ως προς την αδυναμία, που με τρομάζει. Όταν ήμουν παιδί και έβλεπα ότι παρενοχλούσαν κάποιο άλλο παιδί, θύμωνα τόσο μ’ αυτόν που παρενόχλησε όσο και μ’ εκείνον που παρενοχλήθηκε για την αδυναμία που επέδειξε. Με ενοχλεί η αδυναμία του θύματος, υπό κάποια έννοια μοιράζεται συναισθήματα με αυτόν που παρενοχλεί.

Ποτέ δεν εμπιστεύομαι. Η εμπιστοσύνη με έχει ταξιδέψει σε πολύ ενδιαφέροντα μέρη, όπως όταν ήμουν 5 χρονών και έκανα το πρώτο μου μάθημα κολύμβησης. Περνώντας από την πισίνα για τους μεγάλους, είδα κόσμο να κολυμπάει και σκέφτηκα "Δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολο" και βούτηξα στα βαθιά. Ευτυχώς που ο δάσκαλος με είδε και με έσωσε.

Πώς μπορεί κάποιος να δολοφονήσει τη βασιλική οικογένεια και να μη συλληφθεί; Όταν ήμουν νέος, με διασκέδαζε αυτή η ιδέα. Στην πραγματικότητα, το να σκέφτομαι σενάρια και συνωμοσίες με ηρεμούσε. Στη συνέχεια χρησιμοποίησα αυτή την ιδέα στο μυθιστόρημά μου Ο κοκκινολαίμης. Πάντοτε με έλκυε η πνευματική πρόκληση του να διαπράξεις το τέλειο έγκλημα.

Έχω δει περισσότερες ταινίες απ’ όσα βιβλία έχω διαβάσει, έτσι νομίζω πως είναι φυσιολογικό το ύφος των μυθιστορημάτων μου να είναι περισσότερο κινηματογραφικό απ’ ό,τι λογοτεχνικό. 

Δεν είναι αυτά που γράφει, όσο ο τρόπος που το γράφει. Σε κρατάει πάντα σε εγρήγορση η ανάγνωση των βιβλίων του.

Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα ξαναπούμε, να είστε όλοι καλά, να έχετε μια όμορφη εβδομάδα και να μην ξεχνάτε πως το χαμόγελο είναι αγχολυτικό και ομορφαίνει το πρόσωπο!😄

Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!



 

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΨΙΛΆΚΗ!

    ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ!


Νοικοκύρης καλός ήταν ο μπάρμπα ΠολύκαρποςΑπό μικρός ξημεροβραδιαζόταν  στο περιβόλι του και τώρα στα εβδομήντα του χρόνια δεν μπορούσε να αλλάξει συνήθειες. Μόλις ξημέρωνε  έπαιρνε το  τσαπί και το καλάθι  και κινούσε για τόπο μακρινό , πέρα από το μεγάλο βουνό, στην άκρη του δάσους. Εκεί ανάμεσα στους θάμνους και στις αγριάδες, είχε ξεχερσέψει  ένα κομμάτι γης και είχε φυτέψει όλα τα δέντρα της πλάσης. Μηλιές κερασιές , συκιές ροδιές μυγδαλιές και όλα όσα ομόρφαιναν τον τόπο. Και στην μέση του χωραφιού φύτευε κάθε  χρόνο τα λαχανικά του. Ντομάτες αγγούρια  μελιτζάνες παντζάρια καρότα, δεν σταματούσαν να γεννοβολούν. Τα καρπούζια και τα πεπόνια, γίνονταν τόσο μεγάλα που δυσκολεύονταν ο γέρο περιβολάρης να τα σηκώσει. Ήταν ο δικός του παράδεισος.  Έτσι ονόμασε το περιβόλι του ο μπάρμπα Πολύκαρπος το περιβόλι του Παράδεισο.

 Τις περισσότερες   μέρες του εκεί τις περνούσε. Έσκαβε, φύτευε, πότιζε, καλλιεργούσε την γη. Και τώρα στα γεράματα ένιωθε τόση γαλήνη για όσα όσα είχε καταφέρει με σκληρή δουλειά τόσα χρόνια. Η αλήθεια ήταν ότι πολυξάπλωνε τελευταία. Τα πόδια του βάραιναν και ήξερε καλά πως δεν ήταν νέος.  Και όσο ξάπλωνε εκείνος, τόσο κατέβαιναν τα πουλιά και τρυγούσαν το βιός του. Στεναχωριόταν ο περβολάρης δεν ήταν λίγες οι φορές, που γύριζε με άδειο καλάθι στο σπίτι του. Και μια μέρα του ήρθε μια ιδέα στο μυαλό του. Θα φτιάξω ένα όμορφο  σκιάχτρο να το βλέπουν τα πουλιά και να νομίζουν ότι είναι αληθινός άνθρωπος, με χέρια και με πόδια. Κι όταν το έστησε στην μέση του κήπου άρχισε να το καμαρώνει και να του κουβεντιάζει. 

-Μπαμπούλα θα σε λέω για να φοβερίζεις τα πουλιά και να τα διώχνεις από το βιός μου. Κάθε πρωί πριν να αρχίσει να σκαλίζει τον κήπο του περνούσε από το σκιάχτρο, του χαμογελούσε και το χαιρετούσε.-

-Καλημέρα μπαμπούλα. Τι κάνεις σήμερα φιλαράκο μου;

Μα το σκιάχτρο δεν απαντούσε-ποιος είδε σκιάχτρο να μιλά για να μιλήσει και τούτο;

Κι ένα πρωί στα μισά του καλοκαιριού, ο γέρο Πολύκαρπος ξέχασε να  το καλημερίσει. Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στις ντοματιές, άκουσε μια παράξενη φωνή.

-Καλημέρα αφέντη. Γιατί δεν μου μίλησες σήμερα; Μήπως θύμωσες που ήρθαν τα πουλιά και τσιμπολογούσαν τα σταφύλια μας;

Σάστισε ο περβολάρης. Γύρισε από εδώ, γύρισε από εκεί, έψαξε μήπως κρυβόταν κάποιος άνθρωπος στον κήπο. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Μπαμπούλας είχε φωνή...

-Εγώ σου μιλάω αφέντη μου, το σκιάχτρο σου. Ήρθε μια νεράιδα τη νύχτα και μόλις με είδε, άρχισε να παραμιλά. "Αχ τι όμορφο σκιάχτρο , τόσα χρόνια γυρίζω τον κόσμο, έχω δει σκιάχτρα και σκιάχτρα, μα ομορφότερο από τούτο εδώ, δεν έχω συναντήσει..." Με χάιδεψε και άρχισε  να χορεύει δίπλα μου. Όλη νύχτα τραγουδούσε και χόρευε... Λίγο πριν ξημερώσει άπλωσε το χέρι, κατέβασε μια παράξενη σκόνη από το πιο μικρό άστρο του ουρανού και την σκόρπισε επάνω μου. "Τώρα πια θα μπορείς να μιλάς έτσι όπως μιλούν οι άνθρωποι" μου είπε, "τόσο όμορφο σκιάχτρο και να μην έχει φωνή;" Δεν πρόλαβε να τελειώσει και φάνηκε η πρώτη ακτίνα του Ηλιου. Η νεράιδα έγινε καπνός και χάθηκε από τα μάτια μου.

Από εκείνη την μέρα άλλαξαν όλα. Ο περβολάρης κουβέντιαζε με το σκιάχτρο του.

-Καλημέρα Μπαμπούλα μου. 

-Καλημέρα αφέντη . 

-πως πέρασες τη νύχτα;

-Όμορφα. Το φεγγάρι σκορπούσε απλόχερα το ασήμι του και τα τριζόνια δεν σταμάτησαν να λένε τραγούδια.

Όμως μια εβδομάδα μετά το σκιάχτρο δεν απάντησε, ούτε στην καλημέρα, ούτε στην καληνύχτα. Ο περβολάρης πήγε κοντά του και το χάιδεψε.

-Τι έχεις Μπαμπούλα μου; Τι έπαθες και δεν με χαιρετάς όπως πρώτα;

Είχε βραδιάσει για τα καλά και το πρώτο αστέρι  είχε κι όλας προβάλει στην άκρα του ουρανού. Αναρίγησε το σκιάχτρο, ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στόμα του κι έφτασε ως αντίκρυ στο δάσος. Θρόισαν τα δέντρα κι ήταν σαν να αναστέναζαν και εκείνα.

-Είμαι λυπημένος αφέντη μου. Δεν μου τα κατάφερες καλά. Με σκάρωσες  με ότι ρούχα σου περίσσευαν κι ύστερα με φύτεψες στην γη σαν να ήμουνα δέντρο. Ποτέ δεν με ρώτησες  αν αντέχω την μοναξιά και το ξεροστάλιασμα, να στέκομαι ακίνητος κι αλύγιστος στο περιβόλι  σου, να με τρώει το λιοπύρι, να με λούζουν οι βροχές και να με δέρνουν οι άνεμοι. 

-Συγχώρα με αν σου έκανα κακό, αλλά έτσι τα φτιάχνουν τα σκιάχτρα Μπαμπούλα μου. Μόνο πες μου αν μπορώ να κάμω τώρα κάτι για σένα...

-Μπορείς. Να βρεις ένα τρόπο να μου δώσεις ζωή, να με κάνεις να περπατώ σαν εσένα κι εγώ σου υπόσχομαι να κάνω όλες τις δουλειές του κήπου. Θα σκάβω, θα φυτεύω, θα καθαρίζω τα αγριόχορτα. Εσύ θα κάθεσαι όλη μέρα κάτω από την πορτοκαλιά. Η νεράιδα που μου έδωσε την μιλιά, μου είπε και το μεγάλο μυστικό της ζωής. Στην κορφή του βουνού, δίπλα στον άσπρο βράχο, φυτρώνει ένα δεντράκι με ολόλευκα φύλλα και κάτασπρα άνθη. Το άρωμα του είναι τόσο δυνατό, που συνορίζονται τα άστρα, ποιο θα κατέβει πιο χαμηλά για να το μυρίσει. Κανένας άνθρωπος ποτέ δεν το έχει δει μέχρι τώρα και κανένας δεν έχει νιώσει την μυρωδιά του γιατί δεν το ξέρει. Ανθίζει κάθε πρωί, λίγο πριν το ξημέρωμα. Μα τα λουλούδια και το άρωμα του,  κρατούν πολύ  λίγο. Μόλις ανατείλει ο ήλιος, χάνει το άρωμα του, ρίχνει τα πέταλά του και γίνεται ένα ταπεινό και ασήμαντο δεντρί. Ενας τρόπος υπάρχει μόνο να κρατήσει την μυρωδιά του. Να ανέβει κάποιος στην κορυφή του βουνού λίγο πριν ξημερώσει και να κόψει ένα μικρό λουλούδι. Η καλή νεράιδα μου είπε ότι ετούτο το μικρό λουλούδι μπορεί να δώσει ζωή στα άψυχα. Τα κάνει να μιλούν, να τρέχουν, να συλλογιούνται, να τραγουδούν, να λένε παραμύθια. Μόνο που πρέπει να το κρατούν στον κόρφο τους και αυτό θα μείνει δροσερό. Αν ξεχαστούν να το βγάλουν, ξεραίνεται την ίδια στιγμή και μαζί του ξεραίνεται και η ζωή που είχε χαρίσει. Αν πας αφέντη και μου το  φέρεις, θα μείνω για πάντα  δούλος και φίλος σου μπιστικός. Και αν ποτέ το μετανιώσεις και με βαρεθείς, δεν έχεις παρά να τραβήξεις  το λουλούδι από τον κόρφο μου και θα ξαναγίνω σκιάχτρο.

Σκεφτικός γύρισε στο σπίτι του ο γέρο Πολύκαρπος. Πως θα κατάφερνε τώρα στα γεράματα να ανέβει στην ψηλή κορφή του βουνού; Μα η δύναμη της ψυχής νικά την αδυναμία του κορμιού. Μια εβδομάδα σκαρφάλωνε στα βράχια, τα πόδια του μάτωναν  και έτρεμε το κορμί του από την κούραση.  Οσπου μια νύχτα είδε τα άστρα συναγμένα πάνω από ένα μυτερό βράχο. Είχε φτάσει πια.  Έτρεξε γρήγορα, έκοψε το λουλούδι  το μύρισε, γέμισαν τα στήθια του ευωδιά κι αμέσως ένιωσε τα πόδια του να αλαφραίνουν. "Τούτο  είναι το άνθος της ζωής που λένε τα παλιά παραμύθια" συλλογίστηκε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Σαν αστραπή κατέβηκε και  την ώρα που φαίνονταν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου, έχωνε το άνθος της ζωής στο κόρφο του σκιάχτρου.

-Ουφ! ξεμούδιασα είπε εκείνο και άρχισε να τρέχει σαν σβούρα. Πήγε πέρα στο δάσος , ανέβηκε την πλαγιά του βουνού, ξανακατέβηκε  και όταν χόρτασε παιχνίδι, σταμάτησε μπροστά στο γέρο πολύκαρπο, έκανε μια βαθιά υπόκλιση και του είπε: 

-Σε ευχαριστώ αφέντη. Από σήμερα γίνομαι δούλος σου. Πήρε την τσάπα και άρχισε να σκάβει. Ο γέρος δεν πίστευε στα μάτια του.

-Θα σε βαφτίσω Παραχέρη  του είπε . Οχι Μπαμπούλα. Παραχέρη.

Πέρασαν έτσι μια δύο εβδομάδες. Ο Παραχέρης δούλευε και ο γερο-Πολύκαρπος ξεκουραζόταν. Ηταν τόσο χαρούμενος, που δεν πήγαινε πια καθημερινά στον κήπο   του, παρά όταν ήταν να μαζέψει τα φρούτα και τα λαχανικά του.

Μαθεύτηκε στο χωριό για ένα σκιάχτρο που δούλευε και όλοι ήθελαν να το δουν. Όμως ο Παραχέρης, μόλις έβλεπε ανθρώπους έκανε πάλι το σκιάχτρο.

Περνούσαν οι μέρες και κάτι άρχιζε να μην πηγαίνει καλά. Τα πουλιά άρχισαν να ξαναέρχονται και να τσιμπολογούν τα ώριμα φρούτα του κήπου.

Την τρίτη εβδομάδα ο κήπως άρχισε να μαραίνεται. Ο Παραχέρης  δεν δούλευε όπως πρώτα και την περισσότερη ώρα την περνούσε στη μέση του κήπου όρθιος, έτσι όπως έκανε όταν ήτανε σκιάχτρο. Τον βλέπει ο αφέντης και πάει κοντά του.

-Εσύ δεν σταματούσες να τρέχεις και τώρα δεν μπορείς να σύρεις τα πόδια σου. Τι έχεις; Μπορώ να κάνω κάτι για σένα;

-Ναι αφέντη μπορείς. Να με ξανακάνεις σκιάχτρο. Η δουλειά του περβολάρη είναι πολύ πιο σκληρή, από την δουλειά των  σκιάχτρων. 

-Έχεις δίκιο. ήσουν ένα καλό σκιάχτρο και έγινες ένα κακός περβολάρης.

Ο Παραχέρης κούνησε το κεφάλι του. Αν κλαίγανε τα σκιάχτρα έτσι όπως κλαίνε οι άνθρωποι, ίσως να κυλούσε κάποιο δάκρυ στο μάγουλό του.

-Μια χάρη μόνο θα σου ζητήσω. Να μην με ξαναφήσεις  μοναχό σε τούτη την ερημιά. Να μου φέρεις φίλους. Δυο τρεις, όσους θέλεις. Κανένα πλάσμα στον κόσμο δεν αντέχει την μοναξιά. Και εγώ θα σε βοηθήσω να γλυτώσεις μια για πάντα από τα πουλιά που ρημάζουν τον κήπο σου.

Ο περβολάρης σίμωσε στο σκιάχτρο και άπλωσε το χέρι να τραβήξει από τον κόρφο του σκιάχτρου το αμάραντο λουλούδι της ζωής, όμως ο Παραχέρης τον σταμάτησε.

-Όχι ακόμη του είπε.  Όχι πριν σου πω πως θα γλυτώσεις από τα πουλιά. Να ξέρεις αφέντη μου ότι όσα σκιάχτρα και να βάλεις, τα πουλιά δεν θα σταματήσουν να έρχονται. Ένας μόνος τρόπος υπάρχει. Να πας εδώ δίπλα που είναι  ξεραμένη  γη, να την σκάψεις και να φυτέψεις χορτάρι. Αυτό αρέσει περισσότερο στα πουλιά. Θα χορταίνουν και δεν θα τρώνε τα ζαρζαβατικά σου.

Με δάκρυα στα μάτια τράβηξε ο γέρο Πολύκαρπος το λουλουδάκι από τον κόρφο του Παραχέρη. Τα πέταλά του μαράθηκαν και έπεσαν κατακίτρινα στη γη. Την ίδια στιγμή σωριαζόταν κι ο Παραχέρης άψυχος και άπνοος μπροστά του. Τον σήκωσε , τον χάιδεψε σαν να ήταν αληθινός άνθρωπος. και τον κάρφωσε στην παλιά του θέση στο κήπο.

Την επόμενη μέρα μάζεψε ότι παλιόρουχα είχε ο γέρο Πολύκαρπος ΄και έφταιξε και άλλα σκιάχτρα. ένα στην μία μερια και ένα στην άλλη. Εφτιαξε και ένα πλάι στον Παραχέρη. Αυτός θα είναι ο μπιστικός σου φίλος, ο καθημερινός σύντροφος.

έτριβε τα χέρια του ο γέρο Πολύκαρπος με την λύση που του είχε πει ο Παραχέρης. Δεν προλάβαινε να μαζεύει και να κουβαλά τα καλούδια του κήπου του. 

Τώρα στα γεράματα μου κατάφερα να να κάνω τον παράδεισο που ονειρεύτηκα, ψιθύριζε κάθε φορά που αντίκριζε από μακριά το περιβόλι με τα τέσσερα σκιάχτρα, και τα  πουλιά που έτρωγαν δίπλα στο χωράφι το χορτάρι που είχε φυτέψει.

Κι όσο για το σκιάχτρο, δεν το ξαναείπε Μπαμπούλα, Παραχέρη συνέχισε να το λέει. 

-Καλημέρα Παραχέρη, καληνύχτα Παραχέρη.

Ο Παραχέρης δεν αποκρινόταν. Ποιο σκιάχτρο μιλά για μιλήσει και τούτο;

Κι όταν κάποιος περαστικός   από εκείνα τα μέρη τον ρωτούσε τι σημαίνει τούτο το παράξενο όνομα ο γέρο Πολύκαρπος χαμογελούσε και έλεγε.

-Παραχέρης ξένε μου θα πει βοηθός. ότι δεν κατάφερα μόνος μου τόσα χρόνια, το κατάφερα με την δική του συνδρομή. Ετσι ο καθένας έχει τον ρόλο του σε τούτο τον κόσμο. Και τα πλάσματα του θεού. Και τα έργα των ανθρώπων.

ΣΗΜΕΊΩΣΗ:   Προσπάθησα να θυμηθώ το παραμύθι που είχα ακούσει παιδί για ένα σκιάχτρο που έγινε άνθρωπος, αλλά δεν τα κατάφερα. Είπα λοιπόν να σκαρώσω ένα καινούργιο για να ζωντανέψω -έστω και έτσι- τις παιδικές αναμνήσεις μου.  Ευτυχώς σκιάχτρα συναντώ ακόμη και σήμερα το 2019. Μέχρι πότε δεν ξέρω! 

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΆΚΗΣ.

Το παραμύθι αυτό το διάβασα το 2019 στο περιοδικό που εκδίδουν τα Σούπερ Μάρκετ του κ. Χαλκιαδάκη. Από εκεί είναι και η αντιγραφή του.  Μπορεί να σας κούρασα, φίλοι μου αλλά το αφιέρωμα αυτό το έκανα γιατί πριν λίγες μέρες έφυγε από κοντά μας ο Νίκος Ψιλάκης. Ένας  εξαιρετικός δημοσιογράφος, συγγραφέας  και ακούραστος εργάτης της λαϊκής παράδοσης της Κρήτης. Πολλές φορές, ανάρτησα σε αυτόν εδώ τον χώρο κείμενα και φωτογραφίες του και θα εξακολουθώ να το κάνω. Καλό του ταξίδι.


Με την ευκαιρία που διαβάσατε ένα τόσο όμορφο αν και μεγάλο παραμύθι, θα ήθελα να σας δείξω την έκπληξη που μου έκανε η φίλη μας η Ράνια  με τον κόσμο της, στέλνοντας μου μια μπομπονιέρα από την βάπτιση της εγγονούλας της, της μικρής Ράνιας. Ενα ουράνιο τόξο και ένα κεντημένο  ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! Ράνια  μου, εγώ σε ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου έκανες. Να την χαρείτε την πριγκίπισσας σας και να την καμαρώσετε όπως αγαπάτε!

Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα πούμε, να είστε όλοι καλά  και να έχετε μια όμορφη εβδομάδα με υγεία.  Και μην ξεχνάτε, στις δυσκολίες μας, αρκεί  ένα χαμόγελο για να πάμε παρακάτω.

Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!



Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ...ΝΑ ΣΑΣ ΓΛΥΚΆΝΟΥΜΕ;

 Όχι δεν θέλω να κάνω την νοικοκυρά, ή να δρέψω δάφνες μαγειρικής.

Απλά θέλω να γλυκάνω τον Νοέμβριο  στην πρώτη του μέρα, να μπει ο μήνας με την γλύκα στο στόμα!

Μην νομίζετε ότι είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά εχθές θυμήθηκα πως είχα καιρό λόγο της κατάστασής μου, (ευτυχώς πάω καλά) και να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου χα..χα...να φτιάξω μια πιτούλα που εξαφανιζόταν στο λεπτό. Την έφτιαχνα ταχτικά επειδή την τρώγαμε όλοι, μέχρι δισέγγονο! 😉.

Μια πεντανόστιμη καροτόπιτα.

Σίγουρα υπάρχουν άπειρες συνταγές στο διαδίκτυο και η κάθε μία ξεχωριστή και νόστιμη. 

Η δική μου συνταγή απλή με υλικά που έχουνε όλοι στο σπίτι μας.

Χρειαζόμαστε 1 ποτήρι ελαιόλαδο.

2 ποτήρια ζάχαρη (εγώ έβαλα 1 καστανή και ήταν ωραία, αν όμως τα τρώτε πιο γλυκά, βάλετε ότι γράφει η συνταγή. 

4-5 αυγά αν είναι μικρά.

2 κουταλάκια του γλυκού, καλελογαρύφαλλο.

1/2 ποτηράκι κρασιού κονιάκ. (εγώ δεν βάζω γιατί τρώνε και τα μικρά μας μην τα κάνουμε πότες από τώρα,🤣 

5-6 μεγάλα καρότα ανάλογα το μέγεθος τους.

1 φαρίνα, λίγο σουσάμι από πάνω.

Επί το έργο:

Βάζουμε σε μπολ το λάδι με την ζάχαρη και τα χτυπάμε με το μιξεράκι.


Μετά ρίχνουμε τα αυγά ένα ένα. Ρίχνουμε το λικέρ και τα κανελογαρύφαλλα,

και σιγά σιγά το αλεύρι, μέχρι να γίνει η ζύμη ρευστή. Ρίχνουμε τα καρότα και ανακατεύουμε καλά στην σιγανή ταχύτητα.


Λαδώνουμε ένα ταψάκι  και ρίχνουμε μέσα το μίγμα μας. Το πασπαλίζουμε με σουσάμι από πάνω.

Το βάζουμε σε προθερμασμένο  φούρνο για 45 λεπτά στους 180 ανάλογα με του φούρνο σας! 

Μμμμμ...μύρισε το σπίτι Φθινόπωρο!


Αν αποφασίσετε να την φτιάξετε, σας εύχομαι καλή επιτυχία!

Θα σας αφήσω με την εικόνα των μικρών σπουργιτιών, που μαζεύονται καθημερινά στην αυλή μας να να φάνε τα ψιχουλάκια τους!

 
Να απολαύσετε τον τελευταίο φθινοπωρινό μήνα με τα υπέροχα χρώματα του με υγεία, να κάνετε ότι αγαπάτε και να μην ξεχνάτε πως...

      η εικόνα από το Pinterest 
Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε...





 

  


Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΊ...ΟΥΡΑΝΟΊ !!!

 Βρισκόμαστε φίλοι μου ήδη στην καρδιά του φθινοπώρου. Το ζεστό τσαγάκι,

πηγή


 έχει αντικαταστήσει το δροσερό παγωτό.

πηγή

Οι ορθάνοιχτες πόρτες και τα παράθυρα, έχουν αρχίσει να κλείνουν τα βραδάκια που δροσίζει για τα καλά. Το μαμαδίστικο σλόγκαν "να πάρεις ζακέτα" 😊ακούγεται όλο και συχνότερα!.

Από το Facebook η φωτό

  Η επισκέψεις της βροχής, καλοδεχούμενες στο διψασμένο χώμα που την λαχταρά.  Η μυρωδιά του γνωστή  σαν η μυρωδιά του Φθινοπώρου.

δική μου 

Η χρωματική παλέτα του κίτρινοκαφέπορτοκαλοκόκκινου, επάνω στα φύλλα των δέντρων, μοιάζει με πίνακα, που με τα πινέλα της έχει  ζωγραφίσει η φύση! 

πηγή
Μου αρέσει αυτή η εποχή και προπαντός όταν κοιτάς ψηλά, λατρεύω αυτό το κυνηγητό των σύννεφων και δεν μπορώ να αντισταθώ στην παρόρμησή μου  να τα φωτογραφίζω. 


Εκεί που τα πρώτα  σύννεφα, κάνουν την εμφάνισή τους, στην αρχή δειλά δειλά...

παίζοντας με χρώματα και σχήματα μοναδικά και ανεπανάληπτα.

Τραβηγμένη μέσα από την αυλή μου.Και αυτή...θαυμάστε σχήματα...  

κι όταν φυσάει νοτιάς, τα σύννεφα κάνουν τα δικά τους παιχνίδια...



Ένας Φθινοπωρινός ήλιος που προσπαθεί μέσα από  την αχλή του δειλινού  να φωτίσει την μικρή πλατεία μας.

Παρα πολλές οι φωτογραφίες μου. Δεν ήξερα τι να πρωτοβάλω. 

Τι μας λείπει; μα φυσικά ένας νυχτερινός ουρανός με την πανσέληνό του! Ολόλαμπρη, ενώ τα σύννεφα της κάνουν χώρο να προβάλει, ανάμεσα από τους τείχους των σπιτιών της γειτονιά μου!


Για να ξεκινήσει όμορφα η εβδομάδα μας!

Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα πούμε, να είστε όλοι καλά, να προέχετε και να αγαπάτε τον εαυτό σας, να περνάτε όμορφα με ότι κάνετε. Και να μην ξεχνάτε πως το κάθε  χαμόγελο σας βγαίνει από μια όμορφη ψυχή!

Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!




Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

ΜΑΝΤΙΝΑΔΟΛΟΓΉΜΑΤΑ!!!

 Όταν ένας τόπος γίνεται δεύτερη πατρίδα σου, λόγο ερωτικής μετανάστευσης, τότε είσαι εσύ που θα τον αποδεχτείς και θα τον αγαπήσεις. Και μάλιστα όταν αυτός ο τόπος λέγεται Κρήτη, είναι ανώφελο να αντισταθείς στην φιλοξενία της. Γίνεσαι ένα μαζί της, γιατί σε μαγεύει (εκτός τον κρητικό που σε μάγεψε, εδώ και 60 χρόνια, 😉)με τους όμορφους τόπους της και τους ανθρώπους της που εδώ και αιώνες, κρατούν άσβεστη την παράδοση τους.

Επειδή εγώ σαν Μακεδόνισσα, δεν θα μπορούσα να γράψω τι είναι η μαντινάδα για την Κρήτη, ανέτρεξα σε ένα δημοσίευμα, από την εφημερίδα  ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου και σας το παραθέτω. Γράφει η κ. Ειρήνη Ταχατάκη.

<<Οι μαντινάδες της Κρήτης είναι το πιο γνωστό και το πιο συνηθισμένο ποιητικό είδος του τόπου μας. Είναι γραμμένες σε ίαμβο 15/σύλλαβο και τις συναντούμε σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις του λαού της Κρήτης: σε γλέντια, γάμους, βαφτίσια, χαρές και λύπες, πανηγύρια. Σε ώρες θλιβερές τραγουδιούνται σαν μοιρολόγια. Μα και τις ώρες της εργασίας-τρυγητός και λιομάζωμα, τραγουδιούνται από εργάτες και συντροφιές ή και από μεμονωμένα άτομα όπως η κοπελιά την ώρα που φτιάνει τα προικιά της…

Είναι δηλ. η μαντινάδα το μέσον έκφρασης των συναισθημάτων του λαού μας. Είναι το καταφύγιο για να ξεδώσει εκφραζόμενος σε έντονες καταστάσεις και σε στιγμές που η ψυχή του φορτίζεται με πλήθος έντονων συναισθημάτων. Γι’ αυτό ακριβώς οι μαντινάδες έχουν βάθος, πλούσια φιλοσοφία, γνήσιο συναίσθημα και πυκνό περιεχόμενο. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό είδος που δημιούργησε και δημιουργεί ο Κρητικός στη μεγάλη πλειοψηφία του.

Γι’ αυτό μια παροιμία λέει: «Όπου Κρητικός και ρίμα, κι όπου μαντινάδα Κρήτη». Όπου κι αν ζούνε Κρητικοί και στην πιο απομονωμένη γωνιά της Γης ζουν και εκφράζονται με τις μαντινάδες. Τις θεωρούν σαν το συνδετικό κρίκο με την Πατρική Γη, σαν τον ομφάλιο λώρο που τους ενώνει με τη μητρική ύπαρξη και απομυζούν μ’ αυτές τη δύναμη και την πνοή τους για να αντέξουν στις δυσκολίες της ξενιτιάς. Για να μη ξεκόψουν από τη Γενέτειρα και την ιδιαίτερη Πατρίδα, για να διατηρήσουν άσβηστη την ελπίδα που σιγοκαίει στα βάθη της ψυχής τους για επιστροφή.

 

-Κι αν είμαι Κρήτη αλάργο σου γροικώ σε και θωρώ σε

και σ’ έχω θάρρος και πρεπιά, κορώνα και φορώ σε.  

-Κρήτη μου κι αν εμίσεψα δεν είν’ από δικού μου

 κι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ δε βγαίνεις απ’ το νου μου.  

-Δεν τσι ξεχνώ τσι χάρες σου Κρήτη στα ξένα που ‘μαι

 κι απ’ όταν εχωρίσαμε θέτω και δεν κοιμούμαι.

– Κρήτη δεν κάνω χώρια σου δε ζω δίχως εσένα

 ζάλο ντο ζάλο μ’ ακλουθάς εις τα παντέρμα ξένα. 

-Ούλες τσι μέρες τσι καλές λιγώνομαι την Κρήτη

 μα τη Λαμπρή στην ξενιτιά δε με χωρεί το σπίτι. 

-Λιγώνομαί σε Κρήτη μου τη Μεγαλοβδομάδα

 κι οντέ την άφτω τση Λαμπρής στα ξένα τη λαμπάδα

(από το βιβλίο «Αντιλαψίδες», Μιχ. Καυκαλά)

 

Οι λίγες μαντινάδες που παραθέσαμε σαν μια πρώτη γεύση δείχνουν το βάθος και τη λαχτάρα της ψυχής του Κρητικού και στην προκειμένη περίπτωση του ξενιτεμένου Κρητικού.

Η μαντινάδα είναι το ποιητικό εκείνο είδος του τόπου μας που ακολουθεί πορεία ρέουσα μέσα στο χρόνο. Δεν είναι δηλαδή δημιούργημα και προνόμιο μιας συγκεκριμένης εποχής. Είναι φαινόμενο αέναο, αφού αιώνια κι αέναα είναι και τα ανθρώπινα συναισθήματα: έρωτας, χαρά, λύπη, πόθοι, αγωνίες, ελπίδες.

Απέραντα κι αμέτρητα τα θέματα της μαντινάδας και πιο πολύ τα θέματα αγάπης. Στίχοι με πλούσια ψυχική ζεστασιά, όπως πλούσιος είναι κι ο συναισθηματικός κόσμος του λαού μας:>>

Αυτή ακριβώς η παράδοση αυτού του τόπου, με έκανε να την αγαπήσω και να τολμήσω να κάνω κάποιες απόπειρες  και εγώ στον δεκαπεντασύλλαβο. Παραθέτω  ένα μικρό δείγμα τους εδώ.   Όσοι ξέρετε από μαντινάδα, δείτε τις επιεικώς.

                                

Της αγάπης...

Στον ταραχτά (ταραχή) τσ αγάπης σου εμπήκα το καημένο. Και ξάνοιξε τα βάσανα πως μ έχουν ποδομένο.(καταντήσει)

Κόντρα θα πάω του καιρού ,κι ας βρέχει κι ας χιονίζει. Εγώ έχω την αγάπη σου, που με ηλιοφωτίζει.

Βιόλα μου μοσχοανάθρευτη, μορφομπεγετισμένη. Σε ήντα  παραλοϊσμό, η αγάπη σου με φέρνει.

Απανεμιά η αγκάλη σου, μπήκα και γαληνεύω. Και φοβισμένα όνειρα, με το φιλί σου αρνεύω.(ηρεμώ)

Από τση γης τα χαμηλά, φτερά στους όμως έχω. δεν τ άνοιξα μα τ άπλωσα, φως μου να σε προσέχω.

Του ονείρου...

Στ ακράνυχα κι ανάλαφρα, καρδιά μου να πατήσεις. Μην είσαι αιτία κι όνειρα, ανθρώπου να γκρεμίσεις.

Αν σμίγουνε τα όνειρα, τότε και εγώ σε σμίγω. Κι ας είναι μόνο μια στιγμή, κι ας είναι τόσο λίγο.

Σ είπα πηγή σ είπα νερό, να πιώ να ξεδιψάσω. Δεν σ είπα όμως όνειρο, μην φύγεις και σε χάσω.

Της σκέψης...

Ταξιδεμένε μου σεβντά, (αγάπη)στου νου μου τ ακρογιάλι. Αρμένισα την σκέψη μου, κοντά σου να με βγάλει.

Ακούραστη  η σκέψη μου, όπου κι αν πας κλουθάσε.( σ,ακολουθεί)Γι στέκεσαι γι πορπατάς, γι θέτεις (ξαπλώνεις) και κοιμάσαι.

Προσκυνητάρι η σκέψη μου,  σ έχει και γονατίζει. Γιατί η μορφή σου βιόλα μου, τση Παναγιάς θυμίζει.

Της ελπίδας...

Στση χαραυγής τον ερχομό, όνειρα και ελπίδες. Εσβύσανε και χάθηκαν, σαν τση δροσοσταλίδες.

Ωρα που σμίγεις ουρανέ, του φεγγαριού τσ αχτίδες. Σμίγω και εγώ με τ όνειρο, που με γεμίζει ελπίδες.

Ελπίδα πε μου ήντα λογής όνειρα σάζεις πάλι. Πού σουν η τελευταία μου, σ ενός νεκρού αγκάλη.

Της φιλίας...

Αν με λογιάζεις φίλο σου, πε μου να σε συντράμω (βοηθήσω). Θέλω τον πόνο που κρατάς, πιο ελαφρύ να κάνω.

Φίλο μου έχω μπιστικό, του φεγγαριού τον δίσκο. Αφού την μπιστική φιλιά, σ άνθρωπο δεν την βρίσκω.

Φίλος θα πει να σε κοιτά, μέσα στα μάτια ντρέτα. (ίσια). Και νά ναι ο λόγος που κρατά, η κάθε του κουβέντα.

Του πόνου...

Πόνε θεριό ανήμερο, ποιος θα σε ταγιαντίσει (αντέξει). Και ποιος θα βρει την δύναμη, πόνε να σε νικήσει.

Φαμέγιος (υπηρέτης) είμαι μια ζωή, στου πόνου το σοκάκι. Και ζάλο ζάλο τον καημό, τον έκανα ορτάκι.(σύντροφο)

Της μοναξιάς...

Δεν είναι την  απόγνωση, η μοναξά πως φέρνει. Είναι που προσπαθεί η χαρά και δεν τα καταφέρνει.

Να μπόρουνα (μπορούσα) την χέρα μου, ν άπλωνα να σε φτάσει. Απ τον Σταυρό τση μοναξάς, θα σ είχε κατεβάσει.

Παρέα δεν σε κάνω μπλιό,(πιά)και σου κρατώ αμάχη (θυμό).Να δεις τι είναι μοναξά, να σαι και συ μονάχη.

Της Κρήτης...

Τση Κρήτης την αυλόπορτα, ανοίγω τη με τρόπο. Να βγω να κάτσω στην αυτή, θέλει μεγάλο κόπο.

Γλυκό ψωμί με φίλεψες και στο χρωστάω Κρήτη. Γι αυτό έκανα τον τόπο σου , παντοτινό μου σπίτι.

Αν δε βαρεθήκατε και φτάσατε μέχρι εδώ, σας ευχαριστώ από καρδιάς.

Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα πούμε να είστε όλοι καλά, να έχετε μια όμορφη εβδομάδα και μην ξεχνάτε, πως το χαμόγελο είναι δωρεάν γι αυτό μοιραστείτε το!

Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!