ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ!
Νοικοκύρης καλός ήταν ο μπάρμπα Πολύκαρπος. Από μικρός ξημεροβραδιαζόταν στο περιβόλι του και τώρα στα εβδομήντα του χρόνια δεν μπορούσε να αλλάξει συνήθειες. Μόλις ξημέρωνε έπαιρνε το τσαπί και το καλάθι και κινούσε για τόπο μακρινό , πέρα από το μεγάλο βουνό, στην άκρη του δάσους. Εκεί ανάμεσα στους θάμνους και στις αγριάδες, είχε ξεχερσέψει ένα κομμάτι γης και είχε φυτέψει όλα τα δέντρα της πλάσης. Μηλιές κερασιές , συκιές ροδιές μυγδαλιές και όλα όσα ομόρφαιναν τον τόπο. Και στην μέση του χωραφιού φύτευε κάθε χρόνο τα λαχανικά του. Ντομάτες αγγούρια μελιτζάνες παντζάρια καρότα, δεν σταματούσαν να γεννοβολούν. Τα καρπούζια και τα πεπόνια, γίνονταν τόσο μεγάλα που δυσκολεύονταν ο γέρο περιβολάρης να τα σηκώσει. Ήταν ο δικός του παράδεισος. Έτσι ονόμασε το περιβόλι του ο μπάρμπα Πολύκαρπος το περιβόλι του Παράδεισο. Τις περισσότερες μέρες του εκεί τις περνούσε. Έσκαβε, φύτευε, πότιζε, καλλιεργούσε την γη. Και τώρα στα γεράματα ένιωθε τόση γαλήνη για όσα όσα είχε καταφέρει με σκληρή δουλειά τόσα χρόνια. Η αλήθεια ήταν ότι πολυξάπλωνε τελευταία. Τα πόδια του βάραιναν και ήξερε καλά πως δεν ήταν νέος. Και όσο ξάπλωνε εκείνος, τόσο κατέβαιναν τα πουλιά και τρυγούσαν το βιός του. Στεναχωριόταν ο περβολάρης δεν ήταν λίγες οι φορές, που γύριζε με άδειο καλάθι στο σπίτι του. Και μια μέρα του ήρθε μια ιδέα στο μυαλό του. Θα φτιάξω ένα όμορφο σκιάχτρο να το βλέπουν τα πουλιά και να νομίζουν ότι είναι αληθινός άνθρωπος, με χέρια και με πόδια. Κι όταν το έστησε στην μέση του κήπου άρχισε να το καμαρώνει και να του κουβεντιάζει.
-Μπαμπούλα θα σε λέω για να φοβερίζεις τα πουλιά και να τα διώχνεις από το βιός μου. Κάθε πρωί πριν να αρχίσει να σκαλίζει τον κήπο του περνούσε από το σκιάχτρο, του χαμογελούσε και το χαιρετούσε.-
-Καλημέρα μπαμπούλα. Τι κάνεις σήμερα φιλαράκο μου;
Μα το σκιάχτρο δεν απαντούσε-ποιος είδε σκιάχτρο να μιλά για να μιλήσει και τούτο;
Κι ένα πρωί στα μισά του καλοκαιριού, ο γέρο Πολύκαρπος ξέχασε να το καλημερίσει. Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στις ντοματιές, άκουσε μια παράξενη φωνή.
-Καλημέρα αφέντη. Γιατί δεν μου μίλησες σήμερα; Μήπως θύμωσες που ήρθαν τα πουλιά και τσιμπολογούσαν τα σταφύλια μας;
Σάστισε ο περβολάρης. Γύρισε από εδώ, γύρισε από εκεί, έψαξε μήπως κρυβόταν κάποιος άνθρωπος στον κήπο. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Μπαμπούλας είχε φωνή...
-Εγώ σου μιλάω αφέντη μου, το σκιάχτρο σου. Ήρθε μια νεράιδα τη νύχτα και μόλις με είδε, άρχισε να παραμιλά. "Αχ τι όμορφο σκιάχτρο , τόσα χρόνια γυρίζω τον κόσμο, έχω δει σκιάχτρα και σκιάχτρα, μα ομορφότερο από τούτο εδώ, δεν έχω συναντήσει..." Με χάιδεψε και άρχισε να χορεύει δίπλα μου. Όλη νύχτα τραγουδούσε και χόρευε... Λίγο πριν ξημερώσει άπλωσε το χέρι, κατέβασε μια παράξενη σκόνη από το πιο μικρό άστρο του ουρανού και την σκόρπισε επάνω μου. "Τώρα πια θα μπορείς να μιλάς έτσι όπως μιλούν οι άνθρωποι" μου είπε, "τόσο όμορφο σκιάχτρο και να μην έχει φωνή;" Δεν πρόλαβε να τελειώσει και φάνηκε η πρώτη ακτίνα του Ηλιου. Η νεράιδα έγινε καπνός και χάθηκε από τα μάτια μου.
Από εκείνη την μέρα άλλαξαν όλα. Ο περβολάρης κουβέντιαζε με το σκιάχτρο του.
-Καλημέρα Μπαμπούλα μου.
-Καλημέρα αφέντη .
-πως πέρασες τη νύχτα;
-Όμορφα. Το φεγγάρι σκορπούσε απλόχερα το ασήμι του και τα τριζόνια δεν σταμάτησαν να λένε τραγούδια.
Όμως μια εβδομάδα μετά το σκιάχτρο δεν απάντησε, ούτε στην καλημέρα, ούτε στην καληνύχτα. Ο περβολάρης πήγε κοντά του και το χάιδεψε.
-Τι έχεις Μπαμπούλα μου; Τι έπαθες και δεν με χαιρετάς όπως πρώτα;
Είχε βραδιάσει για τα καλά και το πρώτο αστέρι είχε κι όλας προβάλει στην άκρα του ουρανού. Αναρίγησε το σκιάχτρο, ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στόμα του κι έφτασε ως αντίκρυ στο δάσος. Θρόισαν τα δέντρα κι ήταν σαν να αναστέναζαν και εκείνα.
-Είμαι λυπημένος αφέντη μου. Δεν μου τα κατάφερες καλά. Με σκάρωσες με ότι ρούχα σου περίσσευαν κι ύστερα με φύτεψες στην γη σαν να ήμουνα δέντρο. Ποτέ δεν με ρώτησες αν αντέχω την μοναξιά και το ξεροστάλιασμα, να στέκομαι ακίνητος κι αλύγιστος στο περιβόλι σου, να με τρώει το λιοπύρι, να με λούζουν οι βροχές και να με δέρνουν οι άνεμοι.
-Συγχώρα με αν σου έκανα κακό, αλλά έτσι τα φτιάχνουν τα σκιάχτρα Μπαμπούλα μου. Μόνο πες μου αν μπορώ να κάμω τώρα κάτι για σένα...
-Μπορείς. Να βρεις ένα τρόπο να μου δώσεις ζωή, να με κάνεις να περπατώ σαν εσένα κι εγώ σου υπόσχομαι να κάνω όλες τις δουλειές του κήπου. Θα σκάβω, θα φυτεύω, θα καθαρίζω τα αγριόχορτα. Εσύ θα κάθεσαι όλη μέρα κάτω από την πορτοκαλιά. Η νεράιδα που μου έδωσε την μιλιά, μου είπε και το μεγάλο μυστικό της ζωής. Στην κορφή του βουνού, δίπλα στον άσπρο βράχο, φυτρώνει ένα δεντράκι με ολόλευκα φύλλα και κάτασπρα άνθη. Το άρωμα του είναι τόσο δυνατό, που συνορίζονται τα άστρα, ποιο θα κατέβει πιο χαμηλά για να το μυρίσει. Κανένας άνθρωπος ποτέ δεν το έχει δει μέχρι τώρα και κανένας δεν έχει νιώσει την μυρωδιά του γιατί δεν το ξέρει. Ανθίζει κάθε πρωί, λίγο πριν το ξημέρωμα. Μα τα λουλούδια και το άρωμα του, κρατούν πολύ λίγο. Μόλις ανατείλει ο ήλιος, χάνει το άρωμα του, ρίχνει τα πέταλά του και γίνεται ένα ταπεινό και ασήμαντο δεντρί. Ενας τρόπος υπάρχει μόνο να κρατήσει την μυρωδιά του. Να ανέβει κάποιος στην κορυφή του βουνού λίγο πριν ξημερώσει και να κόψει ένα μικρό λουλούδι. Η καλή νεράιδα μου είπε ότι ετούτο το μικρό λουλούδι μπορεί να δώσει ζωή στα άψυχα. Τα κάνει να μιλούν, να τρέχουν, να συλλογιούνται, να τραγουδούν, να λένε παραμύθια. Μόνο που πρέπει να το κρατούν στον κόρφο τους και αυτό θα μείνει δροσερό. Αν ξεχαστούν να το βγάλουν, ξεραίνεται την ίδια στιγμή και μαζί του ξεραίνεται και η ζωή που είχε χαρίσει. Αν πας αφέντη και μου το φέρεις, θα μείνω για πάντα δούλος και φίλος σου μπιστικός. Και αν ποτέ το μετανιώσεις και με βαρεθείς, δεν έχεις παρά να τραβήξεις το λουλούδι από τον κόρφο μου και θα ξαναγίνω σκιάχτρο.
Σκεφτικός γύρισε στο σπίτι του ο γέρο Πολύκαρπος. Πως θα κατάφερνε τώρα στα γεράματα να ανέβει στην ψηλή κορφή του βουνού; Μα η δύναμη της ψυχής νικά την αδυναμία του κορμιού. Μια εβδομάδα σκαρφάλωνε στα βράχια, τα πόδια του μάτωναν και έτρεμε το κορμί του από την κούραση. Οσπου μια νύχτα είδε τα άστρα συναγμένα πάνω από ένα μυτερό βράχο. Είχε φτάσει πια. Έτρεξε γρήγορα, έκοψε το λουλούδι το μύρισε, γέμισαν τα στήθια του ευωδιά κι αμέσως ένιωσε τα πόδια του να αλαφραίνουν. "Τούτο είναι το άνθος της ζωής που λένε τα παλιά παραμύθια" συλλογίστηκε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Σαν αστραπή κατέβηκε και την ώρα που φαίνονταν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου, έχωνε το άνθος της ζωής στο κόρφο του σκιάχτρου.
-Ουφ! ξεμούδιασα είπε εκείνο και άρχισε να τρέχει σαν σβούρα. Πήγε πέρα στο δάσος , ανέβηκε την πλαγιά του βουνού, ξανακατέβηκε και όταν χόρτασε παιχνίδι, σταμάτησε μπροστά στο γέρο πολύκαρπο, έκανε μια βαθιά υπόκλιση και του είπε:
-Σε ευχαριστώ αφέντη. Από σήμερα γίνομαι δούλος σου. Πήρε την τσάπα και άρχισε να σκάβει. Ο γέρος δεν πίστευε στα μάτια του.
-Θα σε βαφτίσω Παραχέρη του είπε . Οχι Μπαμπούλα. Παραχέρη.
Πέρασαν έτσι μια δύο εβδομάδες. Ο Παραχέρης δούλευε και ο γερο-Πολύκαρπος ξεκουραζόταν. Ηταν τόσο χαρούμενος, που δεν πήγαινε πια καθημερινά στον κήπο του, παρά όταν ήταν να μαζέψει τα φρούτα και τα λαχανικά του.
Μαθεύτηκε στο χωριό για ένα σκιάχτρο που δούλευε και όλοι ήθελαν να το δουν. Όμως ο Παραχέρης, μόλις έβλεπε ανθρώπους έκανε πάλι το σκιάχτρο.
Περνούσαν οι μέρες και κάτι άρχιζε να μην πηγαίνει καλά. Τα πουλιά άρχισαν να ξαναέρχονται και να τσιμπολογούν τα ώριμα φρούτα του κήπου.
Την τρίτη εβδομάδα ο κήπως άρχισε να μαραίνεται. Ο Παραχέρης δεν δούλευε όπως πρώτα και την περισσότερη ώρα την περνούσε στη μέση του κήπου όρθιος, έτσι όπως έκανε όταν ήτανε σκιάχτρο. Τον βλέπει ο αφέντης και πάει κοντά του.
-Εσύ δεν σταματούσες να τρέχεις και τώρα δεν μπορείς να σύρεις τα πόδια σου. Τι έχεις; Μπορώ να κάνω κάτι για σένα;
-Ναι αφέντη μπορείς. Να με ξανακάνεις σκιάχτρο. Η δουλειά του περβολάρη είναι πολύ πιο σκληρή, από την δουλειά των σκιάχτρων.
-Έχεις δίκιο. ήσουν ένα καλό σκιάχτρο και έγινες ένα κακός περβολάρης.
Ο Παραχέρης κούνησε το κεφάλι του. Αν κλαίγανε τα σκιάχτρα έτσι όπως κλαίνε οι άνθρωποι, ίσως να κυλούσε κάποιο δάκρυ στο μάγουλό του.
-Μια χάρη μόνο θα σου ζητήσω. Να μην με ξαναφήσεις μοναχό σε τούτη την ερημιά. Να μου φέρεις φίλους. Δυο τρεις, όσους θέλεις. Κανένα πλάσμα στον κόσμο δεν αντέχει την μοναξιά. Και εγώ θα σε βοηθήσω να γλυτώσεις μια για πάντα από τα πουλιά που ρημάζουν τον κήπο σου.
Ο περβολάρης σίμωσε στο σκιάχτρο και άπλωσε το χέρι να τραβήξει από τον κόρφο του σκιάχτρου το αμάραντο λουλούδι της ζωής, όμως ο Παραχέρης τον σταμάτησε.
-Όχι ακόμη του είπε. Όχι πριν σου πω πως θα γλυτώσεις από τα πουλιά. Να ξέρεις αφέντη μου ότι όσα σκιάχτρα και να βάλεις, τα πουλιά δεν θα σταματήσουν να έρχονται. Ένας μόνος τρόπος υπάρχει. Να πας εδώ δίπλα που είναι ξεραμένη γη, να την σκάψεις και να φυτέψεις χορτάρι. Αυτό αρέσει περισσότερο στα πουλιά. Θα χορταίνουν και δεν θα τρώνε τα ζαρζαβατικά σου.
Με δάκρυα στα μάτια τράβηξε ο γέρο Πολύκαρπος το λουλουδάκι από τον κόρφο του Παραχέρη. Τα πέταλά του μαράθηκαν και έπεσαν κατακίτρινα στη γη. Την ίδια στιγμή σωριαζόταν κι ο Παραχέρης άψυχος και άπνοος μπροστά του. Τον σήκωσε , τον χάιδεψε σαν να ήταν αληθινός άνθρωπος. και τον κάρφωσε στην παλιά του θέση στο κήπο.
Την επόμενη μέρα μάζεψε ότι παλιόρουχα είχε ο γέρο Πολύκαρπος ΄και έφταιξε και άλλα σκιάχτρα. ένα στην μία μερια και ένα στην άλλη. Εφτιαξε και ένα πλάι στον Παραχέρη. Αυτός θα είναι ο μπιστικός σου φίλος, ο καθημερινός σύντροφος.
έτριβε τα χέρια του ο γέρο Πολύκαρπος με την λύση που του είχε πει ο Παραχέρης. Δεν προλάβαινε να μαζεύει και να κουβαλά τα καλούδια του κήπου του.
Τώρα στα γεράματα μου κατάφερα να να κάνω τον παράδεισο που ονειρεύτηκα, ψιθύριζε κάθε φορά που αντίκριζε από μακριά το περιβόλι με τα τέσσερα σκιάχτρα, και τα πουλιά που έτρωγαν δίπλα στο χωράφι το χορτάρι που είχε φυτέψει.
Κι όσο για το σκιάχτρο, δεν το ξαναείπε Μπαμπούλα, Παραχέρη συνέχισε να το λέει.
-Καλημέρα Παραχέρη, καληνύχτα Παραχέρη.
Ο Παραχέρης δεν αποκρινόταν. Ποιο σκιάχτρο μιλά για μιλήσει και τούτο;
Κι όταν κάποιος περαστικός από εκείνα τα μέρη τον ρωτούσε τι σημαίνει τούτο το παράξενο όνομα ο γέρο Πολύκαρπος χαμογελούσε και έλεγε.
-Παραχέρης ξένε μου θα πει βοηθός. ότι δεν κατάφερα μόνος μου τόσα χρόνια, το κατάφερα με την δική του συνδρομή. Ετσι ο καθένας έχει τον ρόλο του σε τούτο τον κόσμο. Και τα πλάσματα του θεού. Και τα έργα των ανθρώπων.
ΣΗΜΕΊΩΣΗ: Προσπάθησα να θυμηθώ το παραμύθι που είχα ακούσει παιδί για ένα σκιάχτρο που έγινε άνθρωπος, αλλά δεν τα κατάφερα. Είπα λοιπόν να σκαρώσω ένα καινούργιο για να ζωντανέψω -έστω και έτσι- τις παιδικές αναμνήσεις μου. Ευτυχώς σκιάχτρα συναντώ ακόμη και σήμερα το 2019. Μέχρι πότε δεν ξέρω!
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΆΚΗΣ.
Το παραμύθι αυτό το διάβασα το 2019 στο περιοδικό που εκδίδουν τα Σούπερ Μάρκετ του κ. Χαλκιαδάκη. Από εκεί είναι και η αντιγραφή του. Μπορεί να σας κούρασα, φίλοι μου αλλά το αφιέρωμα αυτό το έκανα γιατί πριν λίγες μέρες έφυγε από κοντά μας ο Νίκος Ψιλάκης. Ένας εξαιρετικός δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακούραστος εργάτης της λαϊκής παράδοσης της Κρήτης. Πολλές φορές, ανάρτησα σε αυτόν εδώ τον χώρο κείμενα και φωτογραφίες του και θα εξακολουθώ να το κάνω. Καλό του ταξίδι.
Με την ευκαιρία που διαβάσατε ένα τόσο όμορφο αν και μεγάλο παραμύθι, θα ήθελα να σας δείξω την έκπληξη που μου έκανε η φίλη μας η Ράνια με τον κόσμο της, στέλνοντας μου μια μπομπονιέρα από την βάπτιση της εγγονούλας της, της μικρής Ράνιας. Ενα ουράνιο τόξο και ένα κεντημένο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! Ράνια μου, εγώ σε ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου έκανες. Να την χαρείτε την πριγκίπισσας σας και να την καμαρώσετε όπως αγαπάτε! Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα πούμε, να είστε όλοι καλά και να έχετε μια όμορφη εβδομάδα με υγεία. Και μην ξεχνάτε, στις δυσκολίες μας, αρκεί ένα χαμόγελο για να πάμε παρακάτω.
Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!