Τση Κρήτης το γλυκό ψωμί στην τάβλα θα προσμένει, να ρθούν οι φίλοι οι καλοί κι ξένοι να κοπιάσουν. Ρακή δροσάτη να γευτούν και ντάκο παξιμάδι. Καλτσιούνια, ξεροτήγανα, αρνί και σταμναγκάθι και δίπλα η λύρα συντροφιά το κέρασμα τση Κρήτης... Σμαραγδάκι...

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

ΜΑΝΤΙΝΑΔΟΛΟΓΉΜΑΤΑ!!!

 Όταν ένας τόπος γίνεται δεύτερη πατρίδα σου, λόγο ερωτικής μετανάστευσης, τότε είσαι εσύ που θα τον αποδεχτείς και θα τον αγαπήσεις. Και μάλιστα όταν αυτός ο τόπος λέγεται Κρήτη, είναι ανώφελο να αντισταθείς στην φιλοξενία της. Γίνεσαι ένα μαζί της, γιατί σε μαγεύει (εκτός τον κρητικό που σε μάγεψε, εδώ και 60 χρόνια, 😉)με τους όμορφους τόπους της και τους ανθρώπους της που εδώ και αιώνες, κρατούν άσβεστη την παράδοση τους.

Επειδή εγώ σαν Μακεδόνισσα, δεν θα μπορούσα να γράψω τι είναι η μαντινάδα για την Κρήτη, ανέτρεξα σε ένα δημοσίευμα, από την εφημερίδα  ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου και σας το παραθέτω. Γράφει η κ. Ειρήνη Ταχατάκη.

<<Οι μαντινάδες της Κρήτης είναι το πιο γνωστό και το πιο συνηθισμένο ποιητικό είδος του τόπου μας. Είναι γραμμένες σε ίαμβο 15/σύλλαβο και τις συναντούμε σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις του λαού της Κρήτης: σε γλέντια, γάμους, βαφτίσια, χαρές και λύπες, πανηγύρια. Σε ώρες θλιβερές τραγουδιούνται σαν μοιρολόγια. Μα και τις ώρες της εργασίας-τρυγητός και λιομάζωμα, τραγουδιούνται από εργάτες και συντροφιές ή και από μεμονωμένα άτομα όπως η κοπελιά την ώρα που φτιάνει τα προικιά της…

Είναι δηλ. η μαντινάδα το μέσον έκφρασης των συναισθημάτων του λαού μας. Είναι το καταφύγιο για να ξεδώσει εκφραζόμενος σε έντονες καταστάσεις και σε στιγμές που η ψυχή του φορτίζεται με πλήθος έντονων συναισθημάτων. Γι’ αυτό ακριβώς οι μαντινάδες έχουν βάθος, πλούσια φιλοσοφία, γνήσιο συναίσθημα και πυκνό περιεχόμενο. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό είδος που δημιούργησε και δημιουργεί ο Κρητικός στη μεγάλη πλειοψηφία του.

Γι’ αυτό μια παροιμία λέει: «Όπου Κρητικός και ρίμα, κι όπου μαντινάδα Κρήτη». Όπου κι αν ζούνε Κρητικοί και στην πιο απομονωμένη γωνιά της Γης ζουν και εκφράζονται με τις μαντινάδες. Τις θεωρούν σαν το συνδετικό κρίκο με την Πατρική Γη, σαν τον ομφάλιο λώρο που τους ενώνει με τη μητρική ύπαρξη και απομυζούν μ’ αυτές τη δύναμη και την πνοή τους για να αντέξουν στις δυσκολίες της ξενιτιάς. Για να μη ξεκόψουν από τη Γενέτειρα και την ιδιαίτερη Πατρίδα, για να διατηρήσουν άσβηστη την ελπίδα που σιγοκαίει στα βάθη της ψυχής τους για επιστροφή.

 

-Κι αν είμαι Κρήτη αλάργο σου γροικώ σε και θωρώ σε

και σ’ έχω θάρρος και πρεπιά, κορώνα και φορώ σε.  

-Κρήτη μου κι αν εμίσεψα δεν είν’ από δικού μου

 κι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ δε βγαίνεις απ’ το νου μου.  

-Δεν τσι ξεχνώ τσι χάρες σου Κρήτη στα ξένα που ‘μαι

 κι απ’ όταν εχωρίσαμε θέτω και δεν κοιμούμαι.

– Κρήτη δεν κάνω χώρια σου δε ζω δίχως εσένα

 ζάλο ντο ζάλο μ’ ακλουθάς εις τα παντέρμα ξένα. 

-Ούλες τσι μέρες τσι καλές λιγώνομαι την Κρήτη

 μα τη Λαμπρή στην ξενιτιά δε με χωρεί το σπίτι. 

-Λιγώνομαί σε Κρήτη μου τη Μεγαλοβδομάδα

 κι οντέ την άφτω τση Λαμπρής στα ξένα τη λαμπάδα

(από το βιβλίο «Αντιλαψίδες», Μιχ. Καυκαλά)

 

Οι λίγες μαντινάδες που παραθέσαμε σαν μια πρώτη γεύση δείχνουν το βάθος και τη λαχτάρα της ψυχής του Κρητικού και στην προκειμένη περίπτωση του ξενιτεμένου Κρητικού.

Η μαντινάδα είναι το ποιητικό εκείνο είδος του τόπου μας που ακολουθεί πορεία ρέουσα μέσα στο χρόνο. Δεν είναι δηλαδή δημιούργημα και προνόμιο μιας συγκεκριμένης εποχής. Είναι φαινόμενο αέναο, αφού αιώνια κι αέναα είναι και τα ανθρώπινα συναισθήματα: έρωτας, χαρά, λύπη, πόθοι, αγωνίες, ελπίδες.

Απέραντα κι αμέτρητα τα θέματα της μαντινάδας και πιο πολύ τα θέματα αγάπης. Στίχοι με πλούσια ψυχική ζεστασιά, όπως πλούσιος είναι κι ο συναισθηματικός κόσμος του λαού μας:>>

Αυτή ακριβώς η παράδοση αυτού του τόπου, με έκανε να την αγαπήσω και να τολμήσω να κάνω κάποιες απόπειρες  και εγώ στον δεκαπεντασύλλαβο. Παραθέτω  ένα μικρό δείγμα τους εδώ.   Όσοι ξέρετε από μαντινάδα, δείτε τις επιεικώς.

                                

Της αγάπης...

Στον ταραχτά (ταραχή) τσ αγάπης σου εμπήκα το καημένο. Και ξάνοιξε τα βάσανα πως μ έχουν ποδομένο.(καταντήσει)

Κόντρα θα πάω του καιρού ,κι ας βρέχει κι ας χιονίζει. Εγώ έχω την αγάπη σου, που με ηλιοφωτίζει.

Βιόλα μου μοσχοανάθρευτη, μορφομπεγετισμένη. Σε ήντα  παραλοϊσμό, η αγάπη σου με φέρνει.

Απανεμιά η αγκάλη σου, μπήκα και γαληνεύω. Και φοβισμένα όνειρα, με το φιλί σου αρνεύω.(ηρεμώ)

Από τση γης τα χαμηλά, φτερά στους όμως έχω. δεν τ άνοιξα μα τ άπλωσα, φως μου να σε προσέχω.

Του ονείρου...

Στ ακράνυχα κι ανάλαφρα, καρδιά μου να πατήσεις. Μην είσαι αιτία κι όνειρα, ανθρώπου να γκρεμίσεις.

Αν σμίγουνε τα όνειρα, τότε και εγώ σε σμίγω. Κι ας είναι μόνο μια στιγμή, κι ας είναι τόσο λίγο.

Σ είπα πηγή σ είπα νερό, να πιώ να ξεδιψάσω. Δεν σ είπα όμως όνειρο, μην φύγεις και σε χάσω.

Της σκέψης...

Ταξιδεμένε μου σεβντά, (αγάπη)στου νου μου τ ακρογιάλι. Αρμένισα την σκέψη μου, κοντά σου να με βγάλει.

Ακούραστη  η σκέψη μου, όπου κι αν πας κλουθάσε.( σ,ακολουθεί)Γι στέκεσαι γι πορπατάς, γι θέτεις (ξαπλώνεις) και κοιμάσαι.

Προσκυνητάρι η σκέψη μου,  σ έχει και γονατίζει. Γιατί η μορφή σου βιόλα μου, τση Παναγιάς θυμίζει.

Της ελπίδας...

Στση χαραυγής τον ερχομό, όνειρα και ελπίδες. Εσβύσανε και χάθηκαν, σαν τση δροσοσταλίδες.

Ωρα που σμίγεις ουρανέ, του φεγγαριού τσ αχτίδες. Σμίγω και εγώ με τ όνειρο, που με γεμίζει ελπίδες.

Ελπίδα πε μου ήντα λογής όνειρα σάζεις πάλι. Πού σουν η τελευταία μου, σ ενός νεκρού αγκάλη.

Της φιλίας...

Αν με λογιάζεις φίλο σου, πε μου να σε συντράμω (βοηθήσω). Θέλω τον πόνο που κρατάς, πιο ελαφρύ να κάνω.

Φίλο μου έχω μπιστικό, του φεγγαριού τον δίσκο. Αφού την μπιστική φιλιά, σ άνθρωπο δεν την βρίσκω.

Φίλος θα πει να σε κοιτά, μέσα στα μάτια ντρέτα. (ίσια). Και νά ναι ο λόγος που κρατά, η κάθε του κουβέντα.

Του πόνου...

Πόνε θεριό ανήμερο, ποιος θα σε ταγιαντίσει (αντέξει). Και ποιος θα βρει την δύναμη, πόνε να σε νικήσει.

Φαμέγιος (υπηρέτης) είμαι μια ζωή, στου πόνου το σοκάκι. Και ζάλο ζάλο τον καημό, τον έκανα ορτάκι.(σύντροφο)

Της μοναξιάς...

Δεν είναι την  απόγνωση, η μοναξά πως φέρνει. Είναι που προσπαθεί η χαρά και δεν τα καταφέρνει.

Να μπόρουνα (μπορούσα) την χέρα μου, ν άπλωνα να σε φτάσει. Απ τον Σταυρό τση μοναξάς, θα σ είχε κατεβάσει.

Παρέα δεν σε κάνω μπλιό,(πιά)και σου κρατώ αμάχη (θυμό).Να δεις τι είναι μοναξά, να σαι και συ μονάχη.

Της Κρήτης...

Τση Κρήτης την αυλόπορτα, ανοίγω τη με τρόπο. Να βγω να κάτσω στην αυτή, θέλει μεγάλο κόπο.

Γλυκό ψωμί με φίλεψες και στο χρωστάω Κρήτη. Γι αυτό έκανα τον τόπο σου , παντοτινό μου σπίτι.

Αν δε βαρεθήκατε και φτάσατε μέχρι εδώ, σας ευχαριστώ από καρδιάς.

Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα πούμε να είστε όλοι καλά, να έχετε μια όμορφη εβδομάδα και μην ξεχνάτε, πως το χαμόγελο είναι δωρεάν γι αυτό μοιραστείτε το!

Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου