Για όσους δεν το παρατηρήσατε, στην αρχή της φωτογραφίας, ότι δείτε και διαβάσετε εδώ, είναι
φωτογραφία και κείμενα το κ. Νίκου Ψιλάκη!
Το παραμύθι του Αισώπου μου έφερε στο μυαλό ένα τραγούδι που είχα ακούσει κάποτε στην βορειαφρικάνικη έρημο.Ένας βεδουίνος το τραγουδούσε και είπε πως ήταν δικό του. Είχε γεννηθεί σε αντίσκηνο κι ολόκληρη η ζωή του ήταν μια διαρκής μετακίνηση. Νομάδας ήταν και ζούσε πότε στην μια μεριά και πότε στην άλλη, όπου έβρισκε η φαμίλια του κατάλληλο τόπο. Το τραγούδι μιλούσε για ένα δέντρο που είχε φυτρώσει στην εσχατιά της ερήμου, εκεί που δεν υπήρχαν άλλα σημάδια ζωής. Ας πιάσουμε, όμως από την αρχή την ιστορία, έτσι όπως την άκουσα πριν από χρόνια!
Σεπτέμβρης μήνας, μίλια μακριά από μια πόλη της βόρειας Αφρικής, εκεί που αρχίζει το μυστήριο της ερήμου. Είχα ταξιδέψει για κάποια γιορτή κι εκείνο το βράδυ ήμουν καλεσμένος σε επίσημο δείπνο. Μέναμε όλοι οι καλεσμένοι σε επιμήκεις παραλληλόγραμμές σκηνές στημένες στην άμμο και την δική μας την μοιραζόμαστε με έναν Γάλλο συνάδελφο και με με έναν Αιγύπτιο δημοσιογράφοι όλοι.
Μισή ώρα πριν το δείπνο έρχεται ο συνοδός μου ο Τζαφέρ, ένας νέος πεντέξι χρόνια μεγαλύτερος από εμένα και σπουδαγμένος στην Ελλάδα.
-Εχω κάτι πιο πρωτότυπο και αν θέλεις πάμε παρέα. Κάτι βεδουίνοι μας κάλεσαν για τραπέζι. Αλλο που δεν ήθελα.
Σουρούπωνε όταν φτάσαμε στην σκηνή τους. Κοίταξα γύρω, η έρημος χλωμή, καχεκτική, σχεδόν αποχρωματισμένη, ο ουρανός τόσο κόκκινος που θαρρούσες ότι στάλαζε αίμα. Ένας, ο πιο γέρος, βγήκε και μας συνόδεψε. Πεντέξι νοματαίοι κάθονταν ολόγυρα σε μια πήλινη λεκάνη γεμάτη κουσκούς με κρέας προβάτου, έτρωγαν, έπιναν τσάγια και κουβέντιαζαν.
Παραδίπλα μια στοίβα πίτες αραβικές, όλα πάνω στο καθαρό πλουμισμένο χαλί. Μας υποδέχτηκαν καρδιακά και καθίσαμε μαζί τους. Μόνος εγώ και πιο νέος απ όλους, ακουγα ήχους από μια γλώσσα που δεν την γνώριζα μα μου άρεσε και προσπαθούσα να μπω στο μεδούλι μιας άλλης ζωής που φάνταζε στα μάτια μου τόσο ξένη μα και τόσο οικία συνάμα.
Άπλωνα δειλά το χέρι, καυτό το φαγητό, μπόλικο πιπέρι, καυτό και το τσάι, αλλά τέτοιες στιγμές δεν τυχαίνει να τις ζούμε συχνά.
Ο Τζαφέρ παρακολουθούσε την συζήτηση, γελούσε, απαντούσε στις ερωτήσεις τους, μάλλον μιλούσαν για μένα και συχνά στρεφόταν και μου ξηγούσε.
-Λένε για τις καμήλες τους. Οι πιο παλιοί μεγάλωσαν εκτρέφοντας καμήλες και δούλεψαν για χρόνια σε καραβάνια. Μου λέει την πρώτη φορά.
-Λένε πως την ξέρουν την έρημο σαν τα σπίτια τους. Μου λέει την δεύτερη.
Περνούν λίγα λεπτά, ξαναγυρίζει, το φως λιγοστό, δυο φανοί θυέλλης κρεμασμένοι αντικριστά.
-Λένε πως την έρημο δεν την ξέρει κανείς.
Νόμιζα πως μιλούσε για την απεραντοσύνη της ξερής γης, αυτής που δεν μπορεί κανείς να την μάθει, αλλά έκανα λάθος. Την έρημο δεν την ξέρει κανείς γιατί μήτε και εκείνη ξέρει τον εαυτό της. Αλλάζει μορφές, αλλάζει σχήματα, αλλάζει την όψη του κόσμου.
-Τον ουρανό τον ξέρουν καλύτερα, συνέχισε ο Τζαφέρ είναι η δική τους πυξίδα.
Θα είχαν περάσει δυο τρείς ώρες και η κουβέντα δεν τελείωνε. Το δικό μας αντίσκηνο βρισκόταν κάπου κοντά, μα όταν βγήκα έξω για μια στιγμή και κοίταξα γύρω ένιωσα να με τυλίγει το δέος της ερήμου κι ήταν τόσο βαθύ που όλες οι ιστορίες του γέρου βεδουίνου για χαμένους ταξιδιώτες είχαν γίνει δικές μου. Αν με άφηναν μοναχό, θα χανόμουν δίχως άλλο κι ας απείχε μόλις δέκα λεπτά ο κοιτώνας μας. Σε άλλους τόπους έχεις κάποιο σταθερό σημείο να προσανατολιστείς, ένα βουνό ας πούμε, μια πέτρα, ένα δέντρο, εδώ τίποτα. Ούτε ένα δέντρο!
Τελείωσε το βεδουίνικο δείπνο κι ο πιο γέρος, ένας λιπόσαρκος με άσπρη γενειάδα και χωρίς μπροστινά δόντια, έβγαλε από την ζώνη του την φλογέρα. Χόρευαν οι νότες στην άμμο, ο άνεμος ανάριος, η νύχτα γλυκιά. Σταματούσε η φλογέρα, άρχιζε το τραγούδι, σταματούσε το τραγούδι, άρχιζε η φλογέρα.
-Τι τραγουδά Τζαφέρ;
-Θα μεταφράσω ολόκληρο το τραγούδι γιατί αξίζει. Δικό του είναι.
Και άξιζε! Μιλούσε για κάποιον οδοιπόρο που χάθηκε στην έρημο, διεκτραγωδούσε την περιπέτειά στην καυτή άμμο και τελείωνε με την χαρά του όταν είδε από μακριά ένα δέντρο.
Ολο το τραγούδι ήταν εκείνη η μοναδική κι ανεκτίμητη στιγμή. Αυτήν την στιγμή περιέγραφε κι αυτό το συναίσθημα είχε κάμει τραγούδι!
Ένας άνθρωπος που βρίσκεται μπροστα σε ένα δέντρο!
Δεν θυμάμαι τους στίχους, αλλά το νόημα τους έμεινε χαραγμένο στην μνήμη μου. Και φυσικά το συναίσθημα.
Οσο κι αν ο λόγος χάνει τις λεπτές αποχρώσεις του όταν μεταφέρεται σε άλλη γλώσσα, όσο και αν η ποίηση χάνει την μουσική της όταν γίνεται κείμενο πεζό, η χαρά του οδοιπόρου είχε γίνει και δική μου χαρά.
Περνούσε η ώρα κι ο βεδουίνος τραγουδούσε το δέντρο του, το ένα , το μοναχό, το δέντρο που είχε εμφανιστεί ανέλπιστα σαν μήνυμα ζωής κι ελπίδας.
Δεν ξέρω τη γλώσσα των βεδουίνων, δεν ξέρω πόσες λέξεις έχουν πλασμένες για να περιγράψουν τα δέντρα, πόσες την άμμο, πόσες τη θύελλα, πόσες το συναίσθημα και πόσες το ταξίδι.
Ξέρω μονάχα πως ένα τραγούδι τους, ίσως και ένα παραμύθι, με δίδαξε την πραγματική αξία του δέντρου.
Σίγουρα εκείνοι που στερήθηκαν την ευλογία του , που αναζητούν εναγωνίως μια όαση μέσα στην κίτρινη απεραντοσύνη, σίγουρα εκείνοι ήξεραν περισσότερα από μένα!
Το κείμενο ήταν μέσα στο περιοδικό του Σούπερ μάρκετ του κ. Χαλκιαδάκη.
Μου άρεσε τόσο πολύ όταν το διάβασα παρεάκι μου που για μια φορά ακόμη, θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας.
Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα ξαναπούμε, να είστε όλοι καλά, να έχετε μια όμορφη εβδομάδα και να μην ξεχνάτε πως μέσα σε ένα χαμόγελο βρίσκεται η αγάπη!
Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε...