Ψιλόβροχο!!
Ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο εδώ και δυο μέρες είχε μουσκέψει τα τα πάντα.
Αι στο διάολο για βροχή, δεν σταματάς πια;έβριζε φτύνοντας στο δρόμο η Βιολέτα, που είχε περάσει πια την πρώτη της νιότη.
Την ήξεραν όλοι. Κάποτε έτριζε η γης σαν περπατούσε και είχε όλο τον κόσμο στα πόδια της.
Όμορφη, με ένα κορμί ντελικάτο σαν μίσχος λουλουδιού.
Τα πράσινα μάτια της πετούσαν φλόγες και δεν άφηναν κανένα άντρα ασυγκίνητο.
Εκείνη είχε μάτια μόνο για τον Μάκη της.
Ομορφάντρας και εκείνος, πως να μην τον ερωτευτεί η μικρή Βιολέτα.
Ήταν αυτός που την είχε βγάλει στο κουρμπέτι και στα σοκάκια του πληρωμένου έρωτα.
Και όσο χωνόταν πιο βαθιά σ αυτά τα σοκάκια, τόσο το ποτό γινόταν η καθημερινή της παρέα.
Τρέμοντας από το κρύο, στάθηκε κάτω από την μαρκίζα του γωνιακού κτιρίου σήκωσε το μπουκάλι που κρατούσε και το έφερε με λαχτάρα στο στόμα της.
Στο διάολο και συ..είπε και πέταξε την άδεια μποτίλια στο δρόμο.
Νερά και γυαλιά σκορπίστηκαν γύρω και την πιτσίλισαν.
Το σκηνικό συμπληρώθηκε με ένα αυτοκίνητο,
που πέρασε την ώρα εκείνη με ταχύτητα, γεμίζοντας τη με λασπόνερα από τον δρόμο.
Που να σε πάρει και να σε σηκώσει στραβούλιακα είπε και σήκωσε και τα δυο της χέρια ανοιχτά σε μούντζα.. κατά κει που χάθηκε το αυτοκίνητο.
Νααααα..!! χαμένε βλάκα ηλίθιε... όλα τα επίθετα που ήξερε τα ξεστόμισε,λες και την άκουγε αυτός που οδηγούσε το αμάξι, που ούτως η άλλως είχε εξαφανιστεί στο βάθος του δρόμου.
Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν.
Έκατσε στο πρώτο σκαλοπάτι που βρήκε μπροστά της.Τα βρεγμένα ρούχα της είχαν κολλήσει επάνω της και το ψιλό μπλουζάκι που φορούσε άφηνε να διαγράφεται, το πλούσιο ακόμα στήθος της.
Κοίταξε τα χέρια της, είχαν αρχίσει και εκείνα να τρέμουν. Το ήξερα καλά αυτό τρέμουλο..!!
Ένα ποτό...να είχα τώρα ένα ποτό.. το καλύτερο πράγμα στον κόσμο είναι είπε μουρμουρίζοντας και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια στα βρεγμένα της παπούτσια.
Δυο αντρικά πόδια σταμάτησαν ξαφνικά μπροστά της.
Σήκωσε τα μάτια και αντίκρισε έναν άντρα με σκοτεινό βλέμμα.
Πόσα θέλεις;την ρώτησε.. και χωρίς να περιμένει απάντηση,την τράβηξε δίπλα στο βρόμικο σκοτεινό στενό.την έσπρωξε στο τοίχο σηκώνοντας ταυτόχρονα την φούστα της.
Ούτε που σκέφτηκε να πει όχι. Εκείνη την στιγμή έβλεπε μπροστά της ένα γεμάτο μπουκάλι πιοτό.
Τελειώνοντας αυτός της πέταξε μερικά κέρματα στις λάσπες.
Έσκυψε και τα μάζεψε από κάτω..και με τρεμάμενα βήματα μπήκε στο πρώτο μπαρ.. που βρήκε μπροστά της.
Αγκάλιασε το πολύτιμο απόκτημα της και χωρία να περιμένει άλλο άνοιξε το μπουκάλι και άρχισε να αδειάζει το ποτό που κυλώντας μέσα της, της έκαιγε τα σωθικά..!!
Αυτό ήθελε.! η βροχή επιτέλους είχε σταματήσει.
Σκουπίζοντας με την ανάποδη του χεριού της τα χείλη, έψαχνε μια γωνιά να βρει να ξαπλώσει.
Κούρνιασε επάνω σε ένα σωρό σκουπιδιών, ενώ το μυαλό της άρχισε να θολώνει σιγά σιγά.
Ήπιε ακόμη μια δυνατή γουλιά,πριν βυθιστεί στην ανυπαρξία του ποτού.
Αφέθηκε στο όνειρο, έβαλε χρώμα στην αγάπη ...και έφυγε.!!!!!
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο παιχνίδι των λέξεων που έκανε η me maria και
είμαι πολύ χαρούμενη γι αυτό..
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους έκαναν τον κόπο και την διάβασαν.
υ.γ οι λέξεις που έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε είναι γραμμένες με κόκκινο.
Nα περάσετε αγαπημένη μου παρέα μια όμορφη εβδομάδα... που και που χαμογελάτε κάνει καλό..!!!