Κεντρική Ιδέα Πλοκής
Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;
Το πρώτο βήμα είχε γίνει και ήταν το βήμα της απόφασης!
Το αυτοκίνητο περνούσε μέσα από καταπράσινα χωριά, άλλοτε απλωμένα στους κάμπους και άλλοτε σκαρφαλωμένα στους πρόποδες των βουνών, αλλά εκείνη δεν ήταν σε θέση να απολαύσει το τοπίο που περνούσε, καθώς το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα, φέρνοντας την όλο και πιο κοντά στην απόφαση της να επισκεφτεί μετά από τόσα χρόνια το πατρικό της σπίτι!
Καιρό τώρα τριγυρνούσε στην σκέψη της Ελένης το εγκαταλλελημένο πατρικό της σπίτι στο μικρό χωριό τους στα Γιάννενα.
Μα τι την είχε πιάσει; Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν ήθελε να μιλάει γι αυτό σαν να είχε πάρει ένα σφουγγάρι και είχε σβήσει την θύμιση του από την μνήμη της! Σαν να ήθελε να ξεχάσει την ύπαρξή του!
Τώρα μετά από τόσα χρόνια το ήξερε ότι έτρεφε φρούδες ελπίδες, ότι θα ξεχνούσε και θα έσβηνε με μια μονοκοντυλιά ότι είχε συμβεί τότε, αφού όσο ζύγωνε στο χωριό, οι θύμισες φουσκώνανε σαν κύματα τσουνάμι πλημμυρίζοντας την σκέψη της γυρίζοντας τη πολύ πίσω στα γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή της.
Το χωριό τους, ένα από τα πιο όμορφα της περιοχής της Ηπείρου και των Ιωαννίνων, σκαρφαλωμένο στα ριζά της οροσειράς της Πίνδου, το χαρακτήριζε η πέτρα και το ξύλο! Έσφυζε από ζωή πριν, αλήθεια πόσα χρόνια είχαν περάσει; Δεν θα ήταν τριάντα; Αφού εκείνη είχε πατήσει τα πενήντα πια...
Η ζωή στο χωριό μπορεί να ήταν δύσκολη, αλλά δεν είχε ξεχάσει πως εκεί είχε περάσει τα καλύτερα χρόνια της σχολικής ηλικίας. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της και αυτό το ένιωσε σαν σημάδι για την απόφαση που είχε πάρει.
Τα συναισθήματα ανάκατα όμορφα, άσκημα, εναλλάσσονταν μέσα της.
Επρεπε να κάνει αυτό το ταξίδι πολλά πριν και να μην αφήσει να την κυνηγάνε οι τύψεις!
Σαν ταινία που γυρίζει προς τα πίσω άρχισαν να ξετυλίγονται οι εικόνες στα μάτια της.
Χαρούμενα τρεχαλητά παιχνίδια και κύλισμα στα χορτάρια...σκαρφάλωμα στα δέντρα ποιος θα ανέβει ψηλότερα και καζούρα για όποιον φοβόταν να το κάνει. Αρχηγός πάντα ο Πέτρος που ήταν λίγο μεγαλύτερος, να τραβάει τα κοτσιδάκια της κάθε φορά που ήθελε να την πειράξει. Μέχρι την μέρα που ένας κατά λάθος εκπυρσοκροτισμός από το όπλο που το κρατούσαν τα παιδικά χέρια και των δύο, άλλαξε το σκηνικό της ζωή της. Τα τρομαγμένα μάτια του Πέτρου και τον πατέρα της ξαπλωμένο επάνω στο πέτρινο καλντερίμι μπροστα στο σπίτι τους γεμάτο αίματα, ήταν η τελευταία εικόνα που είχε, από τότε.
Η μητέρα της μετά το θάνατο του πατέρα της πήρε την μικρή Ελένη και έφυγαν από το χωριό που τους θύμιζε το τραγικό γεγονός.
Η ζωή τους στην Αθήνα μέχρι να ορθοποδήσουν ήταν όπως όλων των κατοίκων της πρωτεύουσας. Στην αρχή δυσκολευτήκαν μάνα και κόρη, αλλά είχαν η μια την άλλη και τα έβγαλαν πέρα. Η Ελένη αγαπούσε πολύ τα γράμματα και το ένα πτυχίο ακολουθούσε το άλλο... μια υποτροφία ήταν η αρχή να ξεκινήσει μια καριέρα διευθύντριας σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρία. Η εμφάνισή της και ο ακέραιος χαρακτήρας της, την έκαναν εκτός από αγαπητή, να έχει κερδίσει και το σεβασμό των συναδέλφων της, σε μια πολύ επιτυχημένη καριέρα!
Αμυδρά θυμόταν τον θεόρατο πλάτανο που έδινε την δροσιά του στην πλατεία. Πάρκαρε το αυτοκίνητό της και κατέβηκε προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Δυο τρεις γέροντες καθισμένοι έξω στο καφενείο του χωριού την κοίταξαν περίεργα, τι να θέλει άραγε μια τόσο όμορφη γυναίκα, στο χωριό τους!
-Μήπως μπορείτε να μου πείτε πως μπορώ να βρω το σπίτι του Λιακιώτη;
-Του Λακιώτη; Αυτό είναι ακατοίκητο τριάντα χρόνια κοπελιά και δεν έχουν μείνει και πολλά από δαύτο. θα πάρεις το μονοπάτι ευθεία και μετά δεξιά θα συναντήσεις ένα χωματόδρομο λίγο έξω από το χωριό θα το δεις! δεν πάει αμάξι εκεί και το μονοπάτι δύσκολα θα το δεις.
Αφού τους ευχαρίστησε, ακολούθησε τις οδηγίες που της έδωσαν και σε λίγο το είδε μπροστά της! τα τριάντα χρόνια της εγκατάλειψης στέκονταν εκεί μπροστα της σε όλο της το μεγαλείο! Η ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα γερμένη στο πλάι ίσα που την άφηνε χώρο να περάσει ανάμεσα στα αγριόχορτα που είχαν κάνει κατοχή παντού. Είδε ότι ήταν επικίνδυνο να προχωρήσει πιο μέσα. Εκεί στην άκρη ξεχώρισε την βρύση στην γωνία και πήγε να την ανοίξει. Την επόμενη στιγμή ένα πίδακας νερού ήταν αυτός που την έκανε μούσκεμα από πάνω μέχρι κάτω.
Βρέθηκε με τα παπούτσια της έχουν βουλιάξει μέσα στα χορτάρια και στην λάσπη.
Προς το παρόν όμως έπρεπε να βρει κάποιον να φτιάξει τη βρύση και εκείνη ένα μέρος για να μείνει, αφού ήδη η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει.
Εφτασε τρέμοντας στο καφενείο με τα βρεγμένα ρούχα της να έχουν κολλήσει επάνω της και ρώτησε που θα μπορούσε να τηλεφωνήσει για μια βλάβη και αν υπήρχε τρόπος να βρει κάποιο κατάλυμα για να μείνει το βράδυ.
-Δεν υπάρχει τίποτα κοπελιά μου εδώ, όμως θα μπορούσα να πάρω τον Πέτρο, που εκτός από γιατρός κάνει και όλες τις δουλειες μας εδώ στο χωριό
-Έλα Πέτρο; μπορείς να έρθεις στο καφενείο τώρα; είναι ανάγκη. Στο άκουσμα του ονόματος Πέτρος η Ελένη αναρωτήθηκε.
Στο άνοιγμα της πόρτας εκείνη αναγνώρισε μέσα από τα μάτια του τον μικρό της φίλο, παρ όλο που οι κροτάφοι του είχαν αρχίσει να έχουν ένα ασημή χρώμα.
-Πέτρο; Την κοίταξε ερωτηματικά, προσπαθώντας να σκεφτεί τι του θύμιζε η φωνή, γιατί η κομψή κυρία που ήταν μπροστα του βρεγμένη ακόμη, δεν του θύμιζε τίποτε.
Η Ελένη η Λακιώτη είμαι...
Εκπληκτος την κοίταξε προσπαθώντας να βρει τις λέξεις να πει κάτι αυτήν την στιγμή.
Ελα πρέπει να αλλάξεις γιατί σίγουρα θα πάρεις καμιά πούντα ...το σπίτι και το ιατρείο μου είναι λίγο πιο κάτω...έχουμε πολλά να πούμε Ελένη μου
Την βρύση θα την φτιάξουμε αύριο!
Ηταν καιρός να αφήσει να κυλίσουν λυτρωτικά τα δάκρυα της κλείνοντας πίσω της τις πόρτες του παρελθόντος!
Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα πούμε, να είστε όλοι καλά, να έχετε μια όμορφη εβδομάδα, και έναν πιο όμορφο μήνα.
Καλό μήνα! να μην ξεχνάτε το χαμόγελο!
Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!