Κάθε που βλέπω ταχυδρόμο θυμάμαι την πρώτη μου εμπειρία με αλληλογραφία και γράμματα. Ήμουν παιδί, μαθητής στη δευτέρα δημοτικού κι εκείνα τα χρόνια οι μαθητές, ακόμη και αυτοί που μόλις είχαν μάθει να συλλαβίζουν τις λέξεις, θεωρούνταν εγγράμματοι. Επέστρεφα από το σχολείο με την τσάντα στο χέρι κι έκανα βόλτες στα σοκάκια όταν είδα μια πόρτα ν ανοίγει δίπλα μου και μια γριούλα με μαύρο μαντίλι να προβαίνει.
-Ε,δασκαλάκι...
Εμένα φώναζε, δασκαλάκια λέγανε τότε τα μικρά μαθητούδια.
Πλησίασα. Η γριούλα με κάλεσε κοντά της.
-Κατέχεις γράμματα;
-Και τα εικοσιτέσσερα.
-Να μου διαβάσεις αυτό;
Στο χέρι της κρατούσε ένα φάκελο με πολλά χρωματιστά γραμματόσημα.
Μου το έδωσε. Ήταν κακογραμμένο, με δυσκολία μπορούσα ν αναγνωρίσω τις λέξεις. Τα γράμματα που ήξερα μέχρι τότε ήταν αλλιώτικα. Στρογγυλά, όμορφα, το ένα δίπλα στο άλλο, όχι κολλημένα. Έτσι μας τα μάθαινε η κυρία Λιλίκα, η δασκάλα της Πρώτης.
Δεν θυμάμαι να βρέθηκα ποτέ, στα παιδικά μου χρόνια τουλάχιστον, σε τόσο δύσκολη θέση. Ντρεπόμουν να της πω ότι δυσκολευόμουν. Ακόμη θυμάμαι τον ιδρώτα να τρέχει στο μέτωπό μου και τα χείλη μου να ψελλίζουν τις λέξεις που είχα καταφέρει να συλλαβίσω.
<Υγιαί-νο-μεν. Το αυτό ε-πιθυ-μούμε και δι'υμάς>
Όταν ανασήκωσα το βλέμμα μου είδα δυο βουρκωμένα μάτια να με κοιτάζουν και δυο χείλη που τρέμανε.
-Δηλαδή, πες μου, είναι καλά;
-Ναι είναι καλά.
Δεν ξέρω πόση ώρα χρειάστηκα μέχρι να φτάσω στο τέλος παραλείποντας τις κακοτοπιές των δύσκολων και δυσανάγνωστων λέξεων. Το διάβασα δυο και τρεις φορές μεγαλόφωνα κι έφυγα με χίλιες ευχές, άλλα τόσα ευχαριστώ και τσέπες γεμάτες καρύδια. Η αγγράμματη γριούλα περίμενε νέα από τον γιό της και κάθε πρωί καρτερούσε τον ταχυδρόμο καθισμένη στο πεζούλι της Αγίας Κυριακής. Με βροχή και με ήλιο εκεί, δίπλα στην πόρτα της εκκλησίας, μαζί με κάμποσες άλλες γυναίκες της ηλικίας της. Μα εκείνο το πρωινό ο ταχυδρόμος είχε αργήσει. Κάποια άλλη γριούλα, αναλφάβητη και αυτή, είχε παραλάβει το γράμμα.
Κάθε που βλέπω επιστολές παλιές και γραμματόσημα, θυμάμαι τον παλιό ταχυδρόμο. Και μαζί με τον δικό μας, όλους τους ταχυδρόμους της παλιάς εποχής, εκείνους είχε τύχει να γνωρίσω, μα και όσους ήξερα από τις αφηγήσεις των άλλων.
Οι πιο παλιοί αφηγούνται τις ιστορίες ενός προπολεμικού ταχυδρόμου που ερχόταν πάντα καβάλα σε μια κόκκινη φοράδα και μόλις πρόβαινε στο αντικρινό διάσελο είχε την συνήθεια να παίζει την καραμούζα. Την άκουγαν οι χωρικοί, παρατούσαν τις δουλειές τους και συνάζονταν στη πλατεία. Εκεί τον περίμεναν. Ανέβαινε ο ταχυδρόμος στο πεζούλι μπροστά στην εκκλησία, έβαζε την μεγάλη δερμάτινη τσάντα σε μια καρέκλα και άρχιζε η ιεροτελεστία της διανομής. Ήταν η εποχή των ατελείωτων πολέμων, Βαλκανικοί, Πρώτος Παγκόσμιος , Μικρασιατική Εκστρατεία-δεν υπήρχε φαμίλια χωρίς ένα ή περισσότερα παιδιά της στα μέτωπα. Ήταν όμως και η εποχή των μακρινών ταξιδιών και των μεταναστεύσεων, άλλος στις Ηνωμένες Πολιτείες, άλλος στην Αργεντινή, ακόμη και στην Βραζιλία είχαν καταφύγει μερικοί τολμηροί Κρητικοί.
Πριν αρχίσει να ξεδιαλέγει επιστολές ο ταχυδρόμος έπαιζε πάλι την καραμούζα-κάποιοι τη λέγανε και μούζικα-μην τυχόν και δεν την είχε κάποιος ακούσει. Κύκλωναν οι χωρικοί την καρέκλα κι ο ιερουργός-ταχυδρόμος διάβαζε μεγαλόφωνα τα ονόματα όσων είχανε γράμματα. Μα δεν τα εκφωνούσε μονάχα, συνήθως τα συνόδευε και με σχόλια. "Μπάρμπα Νικολάκη, παραγεμισμένος είναι ο φάκελος. Σάικα παράδες θα σου πέμπει ο γιός σου. "Θεία Καλλιόπη, ψυχανεμίζομαι πως σου πέμπουν καλά μαντάτα"
Όταν τελείωνε η διανομή, άραζε στον καφενέ, κατέβαζε δυο ρακές κερασμένες από τους παραλήπτες, καβάλαγε πάλι το άλογο και κινούσε για τα διπλανά χωριά. Την ίδια ώρα οι γριές κατέφευγαν στους γραμματιζούμενους, αφού ελάχιστες ήταν αυτές που γνώριζαν ανάγνωση και γραφή. Άλλες στον παπά, άλλες στον δάσκαλο, άλλες σε κάποιον μαθητή που θα τύχαινε στην στράτα του.
Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε και στα μεταγενέστερα χρόνια, μα τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο καινούργιος ταχυδρόμος ο κυρ Γιώργης, ερχόταν μέχρι τις αρχές του '70 με μοτοσακό, αλλά οι συνάξεις και οι ιεροτελεστίες αποτελούσαν πια παρελθόν. Εκείνος άφηνε τα γράμματα στα καφενεία και μόνο κάποιες ανυπόμονες γριούλες τον περίμεναν στο έμπα του χωριού, ή καθησμένες στο πεζούλι της εκκλησίας. Ετσι έκανε και η γριούλα της δικής μου μικρής ιστορίας, μια καλοσυνάτη μορφή που δεν θα την ξεχάσω ποτέ, γιατί από τότε με καλούσε συχνά και της διάβαζα γράμματα. Είχε γιό στην πρωτεύουσα και κόρη κάπου πιο μακριά. Δεν ήταν πολλά τα γράμματα που της είχα διαβάσει και καμάρωνα κάθε φορά που την άκουγα να λέει πως τα κατάφερνα καλά στην ανάγνωση. Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια γιατί συνέχιζα να μην καταλαβαίνω τις κακογραμμένες λέξεις και τις συμπλήρωνα με άλλες, αυτές που νόμιζα ότι ταιριάζανε. Αυτό φαίνεται πως ήταν το λάθος μου, γιατί το μαρτύρησα κάποτε στην παρέα και τότε τα πειραχτήρια άρχισαν να μου βάζουν ιδέες. "Να της πεις...ότι θέλει ο γιός της να την παντρέψει-χήρα δεν είναι;"
Πες ο ένας πες ο άλλος το αποφάσισα-ε δεν ήθελα και πολύ πειραχτήρι καλό ήταν και η αφεντιά μου. Αμαρτία ξεμολοημένη, το επιχείρησα. "Καιρός είναι μάνα να παντρέψουμε" είπα. Από την αγωνία μου είχα ξεχάσει το "σε" πριν από το ρήμα. Έβαλα τα γέλια, μα όταν είδα το αυστηρό βλέμμα της μετάνιωσα "όι, όι, δεν λέει να παντρέψομε άλλο θέλει να πει" Έτσι γλυτώσαμε και οι δυο. Εγώ από την ντροπή κι εκείνη από...την παντρειά.
...Και τώρα που κοιτάζω την φωτογραφία μιας γριούλας σε κάποιο έρημο χωριό της κεντρικής Κρήτης συλλογούμαι πόσο σπουδαία ήταν η προσφορά των παλιών ταχυδρόμων. Πόσες χαρές μα και πόσες πίκρες μετέφεραν, πόσα μιλιούνια βήματα έκαναν, πόσα συναισθήματα μοιράστηκαν με γνωστούς και αγνώστους. Δεν ξέρω αν η γριούλα της φωτογραφίας ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Δεν άντεξε όμως και μόλις πήρε το γράμμα της από τον ταχυδρόμο του χωριού, κάθισε στο πρώτο πεζούλι που βρήκε με την λαχτάρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Και θυμάμαι εκείνον το απίθανο Ηπειρώτη ποιητή, τον Γιώργο Κοτζιούλα, που ζωγράφισε με την γραφίδα του την αγωνία της μάνας. Αποχαιρετούσε τον δωδεκάχρονο γιο της, τον Κολιό, που έπαιρνε τον δρόμο της ξενιτιάς.
Καρδιά πονετική, τον ξέβγαλε με κλάμα, < Τετράδη Κυριακή, θα καρτερώ για γράμμα>
...Και θυμάμαι τους ποιητές. Την αξέχαστη μεγάλη κυρία των γραμμάτων την Κική Δημουλά.
Ο ταχυδρόμος
σέρνοντας στα βήματα του την ελπίδα μου, μου έφερε και σήμερα ένα φάκελο με την σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο απ έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος τον βρήκε αποσυρμένο στην μορφή μου, κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου, διαβάζοντας τα χέρια μου που έπλαθαν κι όλας μια απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου και θα ξεσηκώσω με την μελαγχολία μου τ άγραφά μου.
Θυμάμαι και τον ηλιοπότη Ελύτη.
Ταχυδρόμε ανάθεμά σε
μόνο εμένα δεν θυμάσαι
πιάνει ο κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ' άδεια χέρια.
Ισως να' ναι και σταλμένο
σ άνθρωπο του φεγγαριού
ή και παραπεταμένο,
σε μιαν άκρη τ' ουρανού.
Γράμμα τέτοιο δεν λαβαίνεις
άδικα μην περιμένεις
δεν σου το 'χουνε γραμμένο
κι αν σου το ' χουν πάει αλλού.
Άλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουν αυτουνού.
Πολύτιμα όσα κράτησε η μνήμη, πολύτιμες εικόνες που σημάδεψαν την καθημερινότητα των ανθρώπων. Το βλέπουμε σήμερα σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών, τώρα που τα γράμματα έγιναν άυλα και οι ταχυδρόμοι ονομάστηκαν...κούριερ!
ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΊΕΣ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ.
και ελπίζω να μην σας κούρασε το μεγάλο του κείμενο, αλλά ήταν τόσο ενδιαφέρον το θέμα του που θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας.
Να είστε όλοι καλά, και να μην αφήσετε κανένα να σας πάρει το δικαίωμα στην ελπίδα και στο χαμόγελο...
Καλή εβδομάδα!!
Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!