Έχουν περάσει περίπου τρεις μήνες. Από τον φωταγωγό της πολυκατοικίας μου έχει σταματήσει να ακούγεται η γερασμένη φωνή της ηλικιωμένης κυρίας που έψαχνε κάθε αφορμή για να κατσαδιάσει τον εξίσου προχωρημένης ηλικίας, αλλά λιγότερο νευρικό, σύζυγό της.
«Τι να απέγιναν;», αναρωτιέμαι. Είχαν υποσχεθεί να φροντίζουν ο ένας τον άλλον μέχρι τέλους, μιας και δεν είχαν κανέναν άλλον. Τους έβλεπα καθημερινά να κατεβαίνουν αγκαζέ τις σκάλες από τον 5ο όροφο, φορώντας τα καλά τους. Για εκείνους κάθε βήμα έμοιαζε και με έναν μικρό άθλο. «Καταραμένα αρθριτικά», την άκουγα να λέει συχνά, αγκομαχώντας. «Σώπα. Λίγο έμεινε. Τα καταφέραμε και σήμερα», της απαντούσε, ο γλυκός, αλλά σπάνια ομιλητικός, σύζυγός της. Λίγο αργότερα, τους συναντούσες σε κάποιο από τα γνωστά «στέκια» στη γειτονιά να απολαμβάνουν τον ελληνικό καφέ τους. Και μετά πάλι πίσω στο διαμέρισμα και τον «αγώνα δρόμου» της ατελείωτης εκείνης σκάλας. Αυτή ήταν η δική τους μοναχική καθημερινότητα.
Ποια είναι όμως η θέση της τρίτης ηλικίας στην ελληνική κοινωνία; Πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα εκείνους που αποκαλούμε ακόμα ως «απόμαχους της ζωής», ξεχνώντας πολλές φορές ότι πρόκειται για άτομα που συνεχίζουν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας; Εξακολουθεί η φροντίδα των ηλικιωμένων να παραμένει ως μία αποκλειστικά οικογενειακή υπόθεση, στην Ελλάδα της κρίσης, της ανεργίας και της μετανάστευσης;
Πέρα από κάθε αμφιβολία το δίλημμα «σπίτι ή γηροκομείο» για τους ηλικιωμένους, δεν είναι απλό ούτε για τους ίδιους, αλλά ούτε και για τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Η απόφαση για την εγκατάσταση σε οίκο ευγηρίας μπορεί τις περισσότερες φορές να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ωστόσο για ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί τη μόνη επιλογή.
Έχουν περάσει περίπου τρεις μήνες. Από τον φωταγωγό της πολυκατοικίας μου έχει σταματήσει να ακούγεται η γερασμένη φωνή της ηλικιωμένης κυρίας που έψαχνε κάθε αφορμή για να κατσαδιάσει τον εξίσου προχωρημένης ηλικίας, αλλά λιγότερο νευρικό, σύζυγό της.
«Τι να απέγιναν;», αναρωτιέμαι. Είχαν υποσχεθεί να φροντίζουν ο ένας τον άλλον μέχρι τέλους, μιας και δεν είχαν κανέναν άλλον. Τους έβλεπα καθημερινά να κατεβαίνουν αγκαζέ τις σκάλες από τον 5ο όροφο, φορώντας τα καλά τους. Για εκείνους κάθε βήμα έμοιαζε και με έναν μικρό άθλο. «Καταραμένα αρθριτικά», την άκουγα να λέει συχνά, αγκομαχώντας. «Σώπα. Λίγο έμεινε. Τα καταφέραμε και σήμερα», της απαντούσε, ο γλυκός, αλλά σπάνια ομιλητικός, σύζυγός της. Λίγο αργότερα, τους συναντούσες σε κάποιο από τα γνωστά «στέκια» στη γειτονιά να απολαμβάνουν τον ελληνικό καφέ τους. Και μετά πάλι πίσω στο διαμέρισμα και τον «αγώνα δρόμου» της ατελείωτης εκείνης σκάλας. Αυτή ήταν η δική τους μοναχική καθημερινότητα.
Ποια είναι όμως η θέση της τρίτης ηλικίας στην ελληνική κοινωνία; Πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα εκείνους που αποκαλούμε ακόμα ως «απόμαχους της ζωής», ξεχνώντας πολλές φορές ότι πρόκειται για άτομα που συνεχίζουν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας; Εξακολουθεί η φροντίδα των ηλικιωμένων να παραμένει ως μία αποκλειστικά οικογενειακή υπόθεση, στην Ελλάδα της κρίσης, της ανεργίας και της μετανάστευσης;
Πέρα από κάθε αμφιβολία το δίλημμα «σπίτι ή γηροκομείο» για τους ηλικιωμένους, δεν είναι απλό ούτε για τους ίδιους, αλλά ούτε και για τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Η απόφαση για την εγκατάσταση σε οίκο ευγηρίας μπορεί τις περισσότερες φορές να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ωστόσο για ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί τη μόνη επιλογή.
Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, η εγκατάλειψη μπορεί να μην υφίσταται σε ρεαλιστικό επίπεδο, αλλά να λαμβάνει χώρα σε συναισθηματικό ή συμβολικό επίπεδο. «Πρόκειται για ενήλικα παιδιά που δεν βρίσκουν ποτέ χρόνο να αφιερώσουν στους γονείς τους για μια επίσκεψη, για ένα τηλέφωνο, για ένα Κυριακάτικο τραπέζι, για μια βόλτα και για λίγη ουσιαστική επικοινωνία, με συναισθήματα και πραγματικό ενδιαφέρον», σημειώνει η κυρία Παπαδοπούλου.
Όμως, οι ηλικιωμένοι έχουν ανάγκη από αποδοχή, καθώς όσο μεγαλώνουν τα «ελαττώματα» μπορεί να γίνονται πιο έντονα και για ορισμένα πράγματα που σε μικρότερες ηλικίες είναι αυτονόητα και δεδομένα, οι ίδιοι θα πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο. «Έχουν ανάγκη από υπομονή, καθώς μπορεί να δυσκολεύονται να κινηθούν, να ακούσουν, να καταλάβουν ή να μάθουν. Επίσης, χρειάζονται κατανόηση και σεβασμό, ενώ επηρεάζονται αρκετά από τις επικρίσεις και τα αρνητικά σχόλια. Επομένως, η φροντίδα, η αγάπη, η τρυφερότητα, η αποδοχή, η επικοινωνία, το ενδιαφέρον, η κατανόηση είναι όλα όσα έχουν ανάγκη σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία», επισημαίνει η έγκριτη Ψυχολόγος - Κοινωνιολόγος.
Mπορεί για κάποιους ηλικιωμένους ο οίκος ευγηρίας να μοιάζει με τον απόλυτο εφιάλτη, μερικοί όμως δεν θέλουν να γίνονται βάρος στα παιδιά τους ή νιώθουν ανεπιθύμητοι στο οικογενειακό τους περιβάλλον, καθώς όσο μεγαλώνουν προσφέρουν λιγότερα και δεν μπορούν να είναι όσο χρήσιμοι θα ήθελαν.
Η κα Παπαδοπούλου, προσπαθώντας να εξηγήσει τους λόγους που οδηγούν τους ηλικιωμένους στην επιλογή του γηροκομείου αναφέρει: «Τα άτομα της τρίτης ηλικίας νιώθουν ανάμικτα συναισθήματα σχετικά με τη φροντίδα που έχουν ανάγκη. Από τη μια μεριά, είναι μια επιβεβαίωση της αγάπης και της αποδοχής της σχέσης με τα παιδιά τους, από την άλλη μεριά όμως αυτή η κατάσταση μπορεί να τους προκαλεί ντροπή, γιατί νιώθουν ότι χάνουν την αξιοπρέπειά τους ή και θυμό, καθώς έχουν την ανάγκη κάποιου άλλου. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν επιθυμούν να αποτελέσουν εμπόδιο στη γαλήνη και την ισορροπία της ζωής και της οικογένειας του παιδιού τους ή προσπαθούν να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο διακριτικά στη ζωή του».