Αθηναϊκά διηγήματα.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΣ.
Ανανίας Ξυλάρμενος. Φοιτητής της Θεολογίας. Ευαίσθητος, ρομαντικός, μύωψ, ολίγον ανόητος και πολύ ερωτευμένος. Προπαντός ερωτευμένος.
Είχε τελευταίως ένα ρομαντικότατον έρωτα. Την ωραίαν του την αντίκρυζε τακτικά μέσα από το παράθυρό της, όταν περνούσε από το στενό συνοικιακό δρόμο.
Πάντα ωραία, πάντα γοητευτική, ένα όνειρο εμμορφιάς, ένα όνειρο κάλλους...
Ξανθή σαν άγγελος ουρανοκατέβατος, με γλυκά γαλανά μάτια, με χείλη κοράλλινα, με φρύδια μαύρα σαν του κοράκου!
Την έβλεπε και αισθανόταν τα γόνατά του να λυγίζουν...Η καρδιά του χτυπούσε γοργά σαν να ήθελε να σπάσει.
Η κόρη ήταν πάντα σκεφτική, πάντα ακίνητη, συλλογισμένη...
Αυτό έκανε τον νέο να την συμπαθεί περισσότερο. Να την συμπαθεί; Δεν την συμπαθούσε μόνο, την αγαπούσε και την αγαπούσε τρελά...
Ένα μόνο δεν μπορούσε να εξηγήσει, γιατί έμενε διαρκώς η πανέμορφη νέα μέσα από το τζάμι, με την λεπτή αραχνούφαντη κουρτίνα...
Ποτέ δεν την είχε δει να προβάλει έξω, ποτέ δεν άκουσε να μιλεί. Φανταζότανε όμως την φωνή της κρυστάλλινη,, αργυρόηχη, όμοια με κελάδισμα αϊδονιού.
Ο έρωτάς του τον έκανε να περνά δύο και τρείς φορές την μέρα εμπρός από το σπίτι της.
Άλλωστε η νέα ούτε γύριζε να τον κοιτάξει. Είχε το πρόσωπό της το θείο, γυρισμένο αλλού και εφαίνετο βυθισμένη σ ονειροπολήσεις. Άλλες φορές, το πρόσωπό της ήταν γυρισμένο στο δρόμο, τα μάτια της έπεφταν επάνω του, μα κανένα γνέψιμο, το παραμικρό χαμόγελο...Γιατί; γιατί... Δεν εννοούσε πως την αγαπά; Ήθελε περισσότερες ενδείξεις του φλογερού έρωτός του;
Ίσως να ήταν έτσι...και ένα δειλινό, καθώς τον κοίταζε με τα ολογάλανα ακίνητα μάτια της, έβαλε περνώντας το χέρι του στην καρδιά του και έγραψε με τρόπο:-Πονώ!...
Η νέα ούτε του απάντησε κάν...
Αυτό πήγε να τον κάνει τρελλό. Ο έρωτας τον είχε κυριεύσει. Και το επόμενο απόγευμα περνώντας κάτω από το παράθυρό της, της πέταξε ένα τριαντάφυλλο που κρατούσε στα χέρια.
Το τριαντάφυλλο χτύπησε στο τζάμι και έπεσε πάλι κάτω στον δρόμο.
Η νέα έμεινε ατάραχη.
Ο νέος έγινε έξω φρενών. Θα της γράψω επιστολή σκέφτηκε. Και πραγματικά, της έγραψε μια επιστολή, γεμάτη αίσθημα, γεμάτη πάθος και ένα μεσημέρι που το τζάμι ήταν μισάνοιχτο σχεδόν, της την έριξε μέσα στο δωμάτιο και προχώρησε ταραγμένος.
Ααα τώρα ήταν πια βέβαιος πως θα την συγκλόνιζε, πως θα την συγκινούσε, πως θα την εξανάγκαζε να του απαντήσει αφεύκτως.
Μα απατήθηκε. Αι ημέρες περνούσαν και η νέα τηρούσε πάντα την ίδια στάσι. Ψυχρή, ακίνητη, ρεμβώδης, αμίλητη...Γιατί; Γιατί;
Ο νέος πήρε πειά την τελευταία του απόφασι.
Έβρεχε από το πρωί και μοι δρόμοι ήταν έρημοι. Απεφάσισε να της μιλήση. Να κάμη κάτι πειό τολμηρό χάριν του έρωτός του. Να ανέβη, στο παράθυρό της, πατώντας στις κιγκλίδες του παραθύρου του υπογείου.
Η τύχη τον ευνόησε. Καθώς περνούσε την αντίκρυσε πάντα μελαγχολική και αμίλητη.
Στάθηκε στη μέση του δρόμου και της φώναξε σιγανά:
-Δεν θα με λυπηθήτε;
Η νέα δεν εσάλευσε. Τσιμουδιά!
-Δεσποινίς, της ξανάπε είσθε τόσο σκληρή;
Καμμία απάντησις.
-Σας αγαπώ, ναι σας αγαπώ σαν τρελλός!
Σιωπή...
Ο νέος παρεφέρθη. Προχώρησε στον τοίχο, ανέβηκε σταίς κιγκλίδες του παραθύρου του υπογείου, ανέτεινε το σώμα του και γατζώθηκε με τα χέρια του στην κορνίζα του παραθύρου της. Μια προσπάθεια ακόμη και νάτος εμπρός της κρεμασμένος στο κενό.
Την αντικρύζει, την κυττά, φρυάττει, τα μάτια του γουρλώνουν, αφήνει μια κραυγή φρίκης και πέφτει στο πεζοδρόμιο φαρδύς πλατύς!
Ο άγγελός του ήταν ψεύτικος. Μια κούκλα ήταν, από αυτές των βιτρίνων!!
Ο κ. ΑΝΑΠΟΔΟΣ.
Όπως καταλάβατε φίλοι μου, η σημερινή μου ανάρτηση ήταν από το συλλογικό περιοδικό "ΜΠΟΥΚΕΤΟ"
Το διήγημα ήταν αυτούσιο στην γραμματική του 1924!
Ετσι για λίγο χαμόγελο...😊
Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα ξαναπούμε, να είστε όλοι καλά, να έχετε μια ήρεμη εβδομάδα, όσο μας το επιτρέπουν οι καταστάσεις.
Σας ευχαριστώ πολύ που περνάτε και τα λέμε!